Ρουάντα 1994: Πώς οργανώνεται μια γενοκτονία
Τέτοια εποχή το 1994 στη Ρουάντα της Αφρικής ήταν σε εξέλιξη η μεγαλύτερη γενοκτονία μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των σφαγών, οι νεκροί έφτασαν τις 800 000 [1] και ήταν το 70% της φυλής των Τούτσι.
Ο ρατσισμός των Χούτου (της αντίπαλης φυλής που διεξήγαγε την γενοκτονία) μπορεί να αποτυπωθεί σε μία φράση που έμεινε εμβληματική: «Σκοτώστε τις κατσαρίδες (δηλαδή, τους Τούτσι) με ό,τι βρείτε, υπάρχουν τάφοι που περιμένουν να γεμίσουν».
Η φράση αυτή με διάφορες παραλλαγές ακουγόταν μέρα -νύχτα από το ραδιόφωνο RTLM, που ήταν το επίσημο όργανο των παραστρατιωτικών ομάδων των Χούτου. Ωστόσο η γενοκτονία δεν ήταν στο «αίμα» των «ημιάγριων» Αφρικανών.
Η γενοκτονία βασίστηκε σε πραγματικά κοινωνικά δεδομένα, προετοιμάστηκε και οργανώθηκε από το κατεστημένο της πρωτεύουσας Κιγκάλι και έτυχε της ανοχής των Δυτικών Δυνάμεων.
Η ιστορία της διαμάχης
Η ιστορία της Ρουάντα ήταν πάντα μία ιστορία φυλετικών διαχωρισμών, καθώς, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων είναι της φυλής των Χούτου, η χώρα τον 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε μία μοναρχία όπου η κυρίαρχη βασιλική οικογένεια ήταν της φυλής των Τούτσι.
Οι Χούτου λοιπόν είχαν πάντα μία αντιπαλότητα ενάντια στους Τούτσι, που βασιζόταν σε πραγματικά δεδομένα. Όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης από την βελγική αποικιοκρατία, οι Χούτου συμμετείχαν μαζικά στην εξέγερση.
Στην Ρουάντα άλλωστε οι Βέλγοι κυβερνούσαν μέσω της φυλής των Τούτσι, και αυτός ήταν ένας λόγος που οι Χούτου περισσότερο απεχθάνονταν τους Τούτσι παρά τους Βέλγους. Παρόλο που και πριν τον ερχομό των Βέλγων οι Τούτσι κυβερνούσαν τη Ρουάντα, ωστόσο οι Χούτου συμμετείχαν στη διοίκηση εν μέρει.
Οι Βέλγοι τους υποβίβασαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας (τους απαγορεύτηκε και η πρόσβαση στην εκπαίδευση) για πολιτικούς και ρατσιστικούς λόγους, αφού οι πιο ανοιχτόχρωμοι Τούτσι θεωρήθηκαν ανώτεροι φυλετικά.
Ο λόγος που οι Βέλγοι κατείχαν την Ρουάντα ως αποικία ήταν καθαρά οικονομικός, αφού την αντιμετώπιζαν, περίπου, ως μία επιχείρηση παραγωγής καφέ.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα θεωρούσαν ότι οι αποικίες τους όφειλαν να δίνουν οικονομικό πλεόνασμα στη μητρόπολη.
Όταν όμως έγιναν κατά κάποιο τρόπο ζημιογόνες, δεν είχαν αντικειμενικό λόγο να συνεχίσουν να τις κατέχουν και αποχώρησαν σχετικά ήρεμα –στη Ρουάντα αλλάζοντας πολιτική απέναντι στις φυλές.
Πλέον, η Ρουάντα θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος και γι’ αυτό άρχισαν να κάνουν αλλαγή φρουράς, προωθώντας τους Χούτου στις θέσεις εξουσίας, μάλλον αντιλαμβανόμενοι ότι το μελλοντικό κράτος, χωρίς τη δική τους βοήθεια, δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί από τους Τούτσι.
Τη διετία 1959-1961 έγινε εξέγερση των Χούτου ενάντια στην αποικιοκρατία, αλλά κυρίως ενάντια στους Τούτσι, που από την πλευρά τους ήθελαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους.
Τελικά οι Χούτου κέρδισαν και το νέο κράτος κυριαρχήθηκε από αυτούς –για τους Χούτου άλλωστε, οι Τούτσι και οι Βέλγοι ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η δεκαετία του 1990 – ο εμφύλιος
Οι Χούτου έλεγχαν την πρωτεύουσα Κιγκάλι και οι Τούτσι, σε μεγάλους αριθμούς, έφυγαν πρόσφυγες στην Ουγκάντα από τη δεκαετία του 1960.
Εκεί χωρίστηκαν στα δύο, με μία ομάδα να είναι υπέρ της συνεννόησης με την κυβέρνηση των Χούτου και μία να είναι υπέρ της δημιουργίας στρατού για εισβολή στη Ρουάντα.
Τελικά το 1990 δημιουργήθηκε ένας αντάρτικος στρατός με το όνομα RPF (Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα) και ξεκίνησε ο εμφύλιος.
Τα επόμενα δύο χρόνια κανείς από τους δύο εμπολέμους δεν μπορούσε να κερδίσει αποφασιστικά, με αποτέλεσμα οι Τούτσι να ελέγχουν το βόρειο κομμάτι της χώρας και οι Χούτου το νότιο και την πρωτεύουσα.
H Ουγκάντα, από όπου εισέβαλαν οι Τούτσι, έχει πληθυσμό από τη φυλή τους, οπότε παρείχε κάλυψη στο RPF και του επέτρεπε να μένει στα εδάφη της χώρας χωρίς όμως να εμπλακεί ευθέως στον εμφύλιο.
Στα πλαίσια αυτά η ελίτ των Χούτου άρχισε να αποσυντίθεται από τις εσωτερικές της έριδες και το 1992 υπέγραψε τη συμφωνία της Αρούσα απευθείας με τους Τούτσι, όπου και συμφωνήθηκε να γίνει μοίρασμα της εξουσίας μεταξύ των δύο φυλών.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τους ακραίους Χούτου να μιλήσουν για προδοσία και, επί της ουσίας, να υπάρξει ρήξη μεταξύ του προέδρου και της υπόλοιπης κυβέρνησης.
Ο πρόεδρος Χαμπαριμάνα πέθανε τον Απρίλιο του 1994 όταν καταρρίφθηκε το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε.
Αυτό ήταν το σημείο αρχής της γενοκτονίας.
Κανείς δεν είναι σίγουρος ακόμη και σήμερα ποιος έριξε το αεροπλάνο, αφού οι μεν κατηγορούν τους δε.
Οι Τούτσι ότι ήταν προβοκάτσια για να ξεσπάσει η γενοκτονία και οι Χούτου ότι ο Πρόεδρος δολοφονήθηκε από τους Τούτσι στα πλαίσια του εμφυλίου.
Η γενοκτονία
Λίγο πριν τον θάνατο του προέδρου είχαν ήδη ξεκινήσει να ακονίζονται οι ματσέτες (παραδοσιακό αφρικάνικο μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται για να κόβει τη βλάστηση στη ζούγκλα) στη Ρουάντα.
Τα ΜΜΕ της εποχής ήταν ελάχιστα και πρωτόγονα σε σχέση με αυτά που ξέρουμε στο δυτικό κόσμο, όμως το περιοδικό Kangura και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που ανήκαν στις παραστρατιωτικές ομάδες των Χούτου είχαν ξεκινήσει εκστρατεία μίσους.
Εξώφυλλο του Kangura με μία ματσέτα στα αριστερά, το όργανο με το οποίο προέτρεπε να εξοντωθούν οι Τούτσι.
Για την ακρίβεια, η μετάφραση του τίτλου είναι: «με ποια όπλα θα εξοντώσουμε τις κατσαρίδες;»
Το Kangura (σημαίνει «Ξύπνα») από το 1990 θεωρούσε προδότες όποιους συναναστρέφονται τους Τούτσι και από το 1991 κάλεσε για πρώτη φορά για την πλήρη εξόντωση της φυλής αυτής.
Τον Ιανουάριο του 1994 ένα άρθρο του προέβλεπε ότι μέχρι τον Μάρτιο ο πρόεδρος που υπέγραψε τη συμφωνία της Αρούσα θα δολοφονηθεί.
Το περιοδικό τελικά σταμάτησε να εκδίδεται την μέρα που δολοφονήθηκε ο Πρόεδρος Χαμπαριμάνα (7 Απριλίου 1994).
Το 48ο τεύχος του Kangura, κάτω αριστερά απεικονίζει τους Τούτσι ως αρουραίους.
Το ραδιόφωνο RTLM, από την άλλη, σε όλη τη διάρκεια της γενοκτονίας αλλά και πριν μιλούσε για την πλήρη εξολόθρευση των Τούτσι και ξεκίνησε να τους αποκαλεί «κατσαρίδες».
Σιγά σιγά άρχισε να προτρέπει τους απλούς ανθρώπους να δολοφονήσουν τους γείτονές τους και να πάρουν την περιουσία τους.
Αποκαλούσε όλους όσοι συνεργάζονταν με τους Τούτσι προδότες και καλούσε τους πατριώτες να τους σκοτώσουν και αυτούς.
Καρτούν από τις σελίδες του kangura που απεικονίζει το αρχηγό των κυανόκρανων Στρατηγό Dallaire με την κατηγορία ότι έπεσε θύμα αποπλάνησης των ακόρεστων γυναικών Τούτσι.
Η επιτυχία της προπαγάνδας ήταν διπλή.
Το περιοδικό Kangura δεν τυπώθηκε ποτέ σε πολλά αντίτυπα αλλά πήγαινε στους αρχηγούς των παραστρατιωτικών και διαβάζονταν στους στρατιώτες τους.
Ο λόγος που δεν τυπώθηκε σε μεγάλους αριθμούς ήταν ότι το ποσοστό αναλφαβητισμού στη Ρουάντα ήταν τεράστιο.
Έτσι το περιοδικό κατάφερνε να δημιουργήσει εντυπώσεις μέσω ευφάνταστων σχεδίων που ωθούσαν στον ρατσισμό ενάντια στους Τούτσι.
Το ραδιόφωνο από την άλλη μεριά ήταν αυτό που βοήθησε περισσότερο να ξεσπάσει το μίσος για τους Τούτσι.
Η Ρουάντα δεν είχε τηλεόραση και οι κάτοικοί της δεν ήξεραν να διαβάζουν, οπότε το ραδιόφωνο είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στους στρατιώτες.
Κάποιες μελέτες υπολογίζουν ότι στις περιοχές όπου το RTLM μετέδιδε κανονικά, οι θάνατοι ήταν πάνω από 50% περισσότεροι από ό,τι στις υπόλοιπες.
Αποσπάσματα από τις μεταδόσεις του RTLM το 1994:
Τελικά οι Τούτσι κέρδισαν τον πόλεμο και ο πρόεδρος της Ρουάντα ακόμη και σήμερα είναι ο Πωλ Καγκάμε, ο αρχηγός των δυνάμεων του RPF τότε.
Η Ρουάντα έχει δύο γιορτές για την γενοκτονία, τόσο την αρχή της στις 7 Απριλίου όσο και το τέλος της στις 15 Ιουλίου.
Η στάση των Δυτικών
Ενώ η σφαγή συνεχιζόταν επί 100 μέρες οι δυτικές δυνάμεις, η διεθνής κοινότητα και τα Δυτικά ΜΜΕ, εν πολλοίς, σιώπησαν.
Οι δυνάμεις του RPF επί 100 μέρες προωθούνταν συνεχώς μέσα στη Ρουάντα μέχρι που τον Ιούλιο έφτασαν στην πρωτεύουσα.
Αυτούς τους τρεις μήνες όμως, 800 000 άνθρωποι πέθαναν και όλη η «διεθνής κοινότητα» έκανε πως δεν ήξερε τι συνέβαινε στη Ρουάντα.
Οι λόγοι της μη επέμβασης ήταν ότι ενώ ο ΟΗΕ είχε πάρει αποφάσεις, είχε στείλει κυανόκρανους στη Ρουάντα σε αριθμούς που επ’ ουδενί δεν αρκούσαν για να διατηρήσουν την τάξη.
H τραγική μορφή του Καναδού στρατηγού Νταλαίρ που παρέμεινε στην Ρουάντα και προσπάθησε με ελάχιστες δυνάμεις να προστατέψει όσους Τούτσι μπορούσε.
Πάντα έκτοτε θεωρούσε ότι δεν έκανε αρκετά παρόλο που δεν είχε ούτε άντρες ούτε όπλα για να αποτρέψει την γενοκτονία.
Ο στρατηγός Νταλαίρ ήδη από τον Γενάρη είχε προειδοποιήσει ότι γίνονται προετοιμασίες για γενικευμένη βία και ότι είχε πληροφορίες για κρυμμένα όπλα τα οποία θα μπορούσε να κατάσχει, αν είχε αρκετούς στρατιώτες [2].
Με το ξεκίνημα της γενοκτονίας ζήτησε επιπλέον 5 000 άνδρες προκειμένου να την αποτρέψει αλλά αντ’ αυτού ο ΟΗΕ απέσυρε και τα ήδη υπάρχοντα στρατεύματα.
Το κτίριο στο οποίο οι 10 Βέλγοι στρατιώτες εκτελέστηκαν και ακρωτηριάστηκαν από τους παρακρατικούς Χούτου (σήμερα είναι τόπος μνήμης και έχει μείνει ανέπαφο).
Οι Βέλγοι στρατιώτες που είχαν σταλεί ως μέλη της UNAMIR (οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ) είχαν σαν στόχο να προστατεύσουν τους Βέλγους υπήκοους, στοχοποιήθηκαν κατευθείαν από τις δυνάμεις των Χούτου.
Ο σκοπός ήταν να αποτραβηχτούν οι δυνάμεις αυτές, πράγμα το οποίο έγινε μετά τις πρώτες 10 απώλειες [3] Βέλγων στρατιωτών (ως γνωστόν οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ παραχωρούνται από τις ένοπλες δυνάμεις των κρατών και αποτραβιούνται επίσης εθελοντικά).
Ο πιο σημαντικός λόγος που κανείς δεν ασχολήθηκε με την γενοκτονία διεθνώς, ήταν ότι η Ρουάντα δεν είχε να προσφέρει τίποτα το φοβερό σε μία ξένη δύναμη καθώς είναι μία χώρα με πληθυσμό σαν της Ελλάδας αλλά με έκταση ίση με το 1/5 αυτής (η Πελοπόννησος είναι 21 000 τ.χλμ. και η Ρουάντα 26 000 τ.χλμ.) χωρίς ιδιαίτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Οι γειτονικές χώρες δεν είχαν τη δυνατότητα να επέμβουν, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν το κίνητρο αφού δεν υπήρχε όφελος με το να ασχοληθούν με μία περιοχή όπως η Ρουάντα.
Οι ΗΠΑ την ίδια χρονιά είχαν προσπαθήσει να επέμβουν στη Σομαλία αλλά η κατάρριψη ενός ελικοπτέρου τους στο Μογκαντίσου το 1994 είχε οδηγήσει στο να αποτραβηχτούν αμέσως, μετά από κατακραυγή της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ.
Οι Αμερικάνοι βέβαια ήδη 5 ημέρες μετά τη δολοφονία του Προέδρου, με εμπιστευτικό έγγραφο εκτιμούσαν ότι: «Ένα τεράστιο λουτρό αίματος (με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς) θα προκύψει», αν οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεν οδηγήσουν σε λύση.
Επίσης, ανέφερε ότι: «ο ΟΗΕ, πιθανότατα, θα αποτραβήξει όλες του τις δυνάμεις» και ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανακατευτούν «μέχρι να αποκατασταθεί η ειρήνη»[4].
Οι εκτιμήσεις τους φάνηκαν σωστές, όπως άλλωστε και η τακτική τους για να αποφύγουν οποιαδήποτε εμπλοκή και ευθύνη.
Σύμφωνα με μυστικό έγγραφο αναφερόταν ότι: «Να είστε προσεκτικοί – οι νομικοί μας ανησυχούσαν χθες–, οποιαδήποτε αναφορά σε “Γενοκτονία” μπορεί να αναγκάσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ “να κάνει κάτι”»[5].
«Ευτυχώς» για τις ΗΠΑ και όλους του εμπλεκόμενους, δεν αναφέρθηκε η Γενοκτονία και δεν χρειάστηκε «να κάνουν κάτι» που θα τους έφερνε σε μία κατάσταση γεμάτη μπελάδες αλλά χωρίς κάποιο σημαντικό όφελος στα γεωστρατηγικά ή οικονομικά τους συμφέροντα…
[1] http://www.bbc.com/news/world-africa-26875506
[2] https://nsarchive2.gwu.edu/NSAEBB/NSAEBB53/rw011194.pdf
[3] http://www.bbc.com/news/world-africa-26875506
[4] https://nsarchive2.gwu.edu/NSAEBB/NSAEBB53/rw041194.pdf
[5] https://nsarchive2.gwu.edu/NSAEBB/NSAEBB53/rw050194.pdfBe. Η ακριβής δήλωση στο έγγραφο ήταν : Be careful. Legal at State was worried about this yesterday—Genocide finding could commit USG (US Goverment) to actually “do something”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου