Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Ομοιοτητες των Ταιπινγκ και του ISIS και το πιθανο κοινο τους Μελλον

Ομοιοτητες των Ταιπινγκ και του ISIS και το πιθανο κοινο τους Μελλον


Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850 – 1864) ήταν ένας μεγάλου εύρους εμφύλιος πόλεμος στη νότια Κίνα, μεταξύ της κυρίαρχης δυναστείας των Τσινγκ και του ριζοσπαστικού θρησκευτικού κινήματος των Ταϊπίνγκ.
Οι Ταϊπίνγκ ήταν ένα χιλιαστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Χονγκ Ξιουκουάν, ο οποίος διεμήνυε πως είχε οράματα στα οποία τού φανερώθηκε πως ήταν ο νεότερος αδερφός του Ιησού Χριστού.
Ως συντηρητική εκτίμηση, τουλάχιστον 20 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, κυρίως πολίτες, ενώ είναι πιθανό οι αριθμοί των θυμάτων να είναι αρκετά μεγαλύτεροι, σε μια από τις πιο θανατηφόρες στρατιωτικές συγκρούσεις της ιστορίας.

Ο Χονγκ εγκαθίδρυσε το Ουράνιο Βασίλειο των Ταϊπίνγκ, με την πρωτεύουσα να βρίσκεται στο Ναντσίνγκ.
Ο στρατός του Βασιλείου ήλεγξε μεγάλα μέρη της νότιας Κίνας, και στο απόγειο της δύναμής του είχε υπό τον έλεγχο του περίπου 30 εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι επαναστατικές διακηρύξεις περιελάμβαναν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως την από κοινού ιδιοκτησία αγαθών, ισότητα των φύλων, και την αντικατάσταση του Κομφουκιανισμού, Βουδισμού, και κινέζικων παραδοσιακών θρησκειών με τη δική τους μορφή Χριστιανισμού.
Λόγω της άρνησής τους να πλέκουν τα μαλλιά τους σε κοτσίδα σύμφωνα με τα έθιμα των Μαντσού της εποχής, τα μέλη των Ταϊπίνγκ αποκαλούνταν ως «μακρυμάλληδες» από την κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία αντιμαχόταν τους στρατούς των Ταϊπίνγκ κατά την εξέγερση.
Η κυβέρνηση των Τσινγκ τελικά κατάφερε να κατατροπώσει τους επαναστάτες με την βοήθεια γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων.
Στον 20ο αιώνα, ο Σουν Γιατ-Σεν, ιδρυτής του Κινέζικου Εθνικιστικού Κόμματος, βρήκε το κίνημα των Ταϊπίνγκ ως πηγή έμπνευσης, ενώ ο κομμουνιστής επαναστάτης και μετέπειτα ηγέτης της Κίνας Μάο Τσετούνγκ, δόξασε τους επαναστάτες των Ταϊπίνγκ ως πρώιμους ηρωικούς αγωνιστές ενάντια σε ένα διεφθαρμένο φεουδαρχικό σύστημα.


Η Κίνα της δυναστείας των Τσινγκ στα μέσα του 19ου αιώνα, υπέφερε από μια σειρά από φυσικές καταστροφές, οικονομικά προβλήματα, και ήττες από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, συγκεκριμένα την ταπεινωτική ήττα από το Ηνωμένο Βασίλειο στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου.
Η κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία ήταν στελεχωμένη με μέλη της φυλής των Μαντσού, θεωρείτο από μεγάλο μέρος του κινεζικού -κυρίως Κινέζοι Χαν- πληθυσμού, ως ένα αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο καθεστώς.
Η αίσθηση αυτή κυριαρχούσε κυρίως στον Νότο, ανάμεσα στις εργαζόμενες ομάδες, τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και τους μη προνομιούχους, οι οποίοι ήταν και αυτοί που έτρεξαν να συσπειρωθούν υπό τον χαρισματικό ηγέτη Χονγκ Ξιουκουάν, ένας μέλος της κοινότητας των Χάκα, οι οποίοι φυλετικά ήταν μια ομάδα των Χαν της νότιας Κίνας, με παλαιά καταγωγή από τη δυναστεία Τσιν.
Το 1836, σε ηλικία 22 ετών, ο Χονγκ ταξίδεψε στην επαρχιακή πρωτεύουσα Γουανγκτζού για να δώσει εξετάσεις. Δοκίμασε την τύχη τους στις εξετάσεις τρεις φορές χωρίς επιτυχία και στο τέλος, εγκατέλειψε την προσπάθεια και έγινε ο δάσκαλος του χωριού.
Κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Γουανγκτζού είχε ακούσει το κήρυγμα ενός χριστιανού ιεραποστόλου και διαβάσε χριστιανικές μπροσούρες στα κινέζικα.
Έτσι το 1837, ο Χονγκ Ξιουκουάν, έχοντας αποτύχει πολλαπλές φορές να περάσει τις εξετάσεις για εισαγωγή στο ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της αυτοκρατορικής Κίνας, θα έμενε οριστικά εκτός της ελίτ των πνευματικά διανοουμένων.
Ο Χονγκ αρρώστησε και πέρασε αρκετό καιρό κατάκοιτος στο κρεβάτι, και όταν συνήλθε, είχε αναπτύξει μια νέα προσωπικότητα.
Συγκεκριμένα το 1837, μετά από την δεύτερη αποτυχία του στις εξετάσεις, ο Χονγκ έπαθε νευρικό κλονισμό. Κατά την ανάρρωσή του, είχε διάφορες μυστικιστικές εμπειρίες και οράματα στα οποία έβλεπε δύο σιλουέτες, αυτόν που αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν ο Ιεχωβάς, ο Ουράνιος Πατέρας του και ο άλλος ήταν ο αδελφός του, Ιησούς Χριστός.

Του έλεγαν να καθαρίσει την Κίνα από τη “δαιμονολατρία”, δηλαδή από τις κυριότερες θρησκείες, τον Βουδισμό την προγονολατρία του Κομφουκισμού και τον Ταοϊσμό.

Οι γνωσεις για τον Χριστιανισμό όμως ήταν λίγες, μέχρι που μαθήτευσε κοντά στον Αμερικάνο Βαπτιστή πάστορα Ίσαχαρ Ρόμπερτς στο Γκουαντόνγκ δέκα χρόνια μετά.
Παρόλα αυτά, η ερμηνεία της χριστιανικής διδασκαλίας από τον Χονγκ ήταν τόσο ανορθόδοξη ώστε ο Ρόμπερτς αρνήθηκε να τον βαπτίσει.
Ο ξάδερφός του Λι Τσινγκ-φανγκ, παρατήρησε το φυλλάδιο που ο Χονγκ είχε λάβει από έναν προτεστάντη Χριστιανό ιεραπόστολο το 1836, μετά από μια από τις αποτυχημένες εξετάσεις του, να είναι τοποθετημένο σε μια βιβλιοθήκη στο σπίτι του Χονγκ. Αφότου το διάβασε, ο Λι πρότεινε στον Χονγκ να διαβάσει το υλικό.
Διαβάζοντας το με τη σειρά του και ο Χονγκ, υποστήριξε πως η αρρώστια που πέρασε μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις, ήταν στην πραγματικότητα ένα όραμα στο οποίο τού φανερώθηκε πως είναι ο μικρός αδερφός του Ιησού Χριστού, και στάλθηκε ειδικά για να ξεφορτωθεί τους «διαβόλους» στην Κίνα, στους οποίους περιλαμβάνονταν η διεφθαρμένη δυναστεία των Τσινγκ Μαντσού, καθώς και οι διδαχές του Κομφούκιου.
Μετά το όραμα αυτό, ένιωσε πως ήταν το καθήκον του να διαδώσει την ερμηνεία του Χριστιανισμού και να ανατρέψει την κυριαρχία των Μαντσού. Ο συνεργάτης τού Χονγκ, ο Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ένας πρώην έμπορος ξυλείας από το Γκουανγκσί, υποστήριξε ακολούθως πως ήταν η ‘Φωνή του Θεού’, έτσι ώστε να καθοδηγήσει τους ανθρώπους και να αποκτήσει πολιτική δύναμη.
Ο Αμερικανός Βαπτιστής ιεραπόστολος Ισσαχάρ Γιάκοξ Ρόμπερτς, ανέλαβε το πόστο του δασκάλου και συμβούλου στον Χονγκ.
Ο Χονγκ περίμενε μέχρι το 1844 για να ενεργήσει με βάση την αποκάλυψη που βίωσε. Ξεκίνησε “καθαρίζοντας” το σπίτι του από τους “δαίμονες”: καίγοντας όλα τα βιβλία του για τον Κομφουκιανισμό και τον Βουδισμό και ενθαρρύνοντας τους συγγενείς του να κάνουν το ίδιο.

Όταν οι εικονοκλαστικές δραστηριότητες του Χονγκ επεκτάθηκαν στον ναό του χωριού, οι αρχές κινήθηκαν εναντίον του και αυτός και οι συγγενείς του υποχρεώθηκαν να διαφύγουν πεζή στη γειτονική επαρχία του Γκουανξί όπου κατοικούσε μια μεγάλη κοινότητα Χάκα.
Εκεί ήταν που ξεκίνησε πραγματικά η αποστολή του και ανέπτυξε ένα κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα το οποίο αποτέλεσε το σχέδιο για το μεταγενέστερο Ουράνιο Βασίλειο της Μεγάλης Γαλήνης (Ταϊπίνγκ), το οποίο συνδύαζε ψευτο-χριστιανικές δοξασίες με κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές κοινοκτημοσύνης.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα ήταν κοινά, η κοινωνία θα γινόταν αταξική και στις γυναίκες θα δινόταν πλήρης ισότητα με τους άνδρες, αν και τα δύο φύλα έπρεπε να είναι τελείως διαχωρισμένα και ακόμη και τα παντρεμένα ζευγάρια να ζουν χωριστά.
Απαγόρευσε τις διάφορες πρακτικές των τσινγκ, όπως η πολυγαμία, το δέσιμο των ποδιών και η παραδοσιακή κόμμωση με ουρά, ενώ απαγόρευσε επίσης το κάπνισμα του οπίου, την πορνεία και τη χαρτοπαιξία.
Στην πράξη πάντως, η εξουσία της “Ουράνιας Γαλήνης” ήταν αυταρχική, στρατοκρατική και διεφθαρμένη και οι ηγέτες ή “βασιλείς” των Ταϊπίνγκ δε ζούσαν σύμφωνα με τον αυστηρό ηθικό κώδικα που επέβαλλαν στους υπηκόους τους.
Η δύναμη της σέχτας μεγάλωσε στα τέλη του 1840, αρχικά με την υποταγή ομάδων ληστών και πειρατών. Η απόπειρα καταστολής από τις αρχές του κράτους, μετέτρεψε την ομάδα σε επαναστατικό κίνημα, και κατόπιν σε ένα γεωγραφικά ευρύ, αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Αρχικά η κυβέρνηση των Τσινγκ, ταλανιζόμενη από άλλα προβλήματα, αρχικά αγνόησε το κίνημα των Ταϊπίνγκ. Το 1850 όμως, οι αρχές έστειλαν μια μικρή δύναμη που απαίτησε την παράδοση του Χονγκ, αλλά αυτός τους νίκησε εύκολα και σκότωσε τον στρατηγό της.

Η γενικευμένη εξέγερση αρχικά ξεκίνησε στην επαρχία Γκουανγκσί. Στις αρχές του 1851, μετά από μια μικρή σύρραξη που έληξε με νίκη των επαναστατών, ένας στρατός 10.000 επαναστατών κατατρόπωσε τις κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη Γκουϊπίνγκ.
Στην συνέχεια, οι Τσινγκ εξαπέλυσαν μια επίθεση με πλήρεις δυνάμεις, η οποία αποκρούστηκε μετά από σκληρές μάχες και μεγάλες απώλειες και στις δύο πλευρές.
Κατόπιν οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ αντιστάθηκαν επιτιχώς στην αυτοκρατορική αντεπίθεση και τα κέρδη από τους πολέμους του οπίου μεγάλωσαν το κίνημα των επαναστατών.
Μην έχοντας να χάσει τίποτε, ο Χονγκ κήρυξε την ίδρυση του Ουράνιου Βασιλείου των Ταϊπίνγκ το 1851. Κατέλαβε τη σημαντική πόλη του Νανζίνγκ το 1853, κατασφάζοντας την αυτοκρατορική φρουρά που αποτελούνταν από 30.000 άνδρες και πολλές χιλιάδες αμάχων. Άλλαξε το όνομα της πόλης σε Τιανζίνγκ (Ουράνια Πρωτεύουσα).
Αφού εγκαταστάθηκε στο Ουράνιο Παλάτι του, ο Χονκ αποσύρθηκε από την καθημερινότητα της διοίκησης του βασιλείου προτιμώντας τον ρόλο του ηγεμόνα και του θρησκευτικού προφήτη και εκδίδοντας μια σειρά θρησκευτικών διαταγμάτων και ηθικών κωδίκων.
Άφησε τα κοσμικά ζητήματα να τα χειρίζονται κατώτεροι “βασιλείς” και “πρίγκιπες”, πράγμα που οδήγησε σε εσωτερικές έχθρες και δολοφονίες μεταξύ των ανταγωνιστών ηγετών των Ταϊπίνγκ.
Κυβερνούσε αποκλειστικά με γραπτές διακηρύξεις οι οποίες συχνά ήταν θρησκευτικού περιεχομένου.

Ο Χονγκ διαφωνούσε σε θέματα πολιτικής με τον Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ο οποίος είχε τον ρόλο της «Φωνής του Θεού» , και γινόταν όλο και πιο καχύποπτος σχετικά με τις φιλοδοξίες του Γιανγκ, το εκτεταμένο δίκτυο των κατασκόπων του, και τις διακηρύξεις του όταν » «μιλούσε ως ο Θεός»‘.

Έτσι το 1856, ο Γιανγκ και η οικογένεια του εκτελέστηκαν από τους ακολούθους του Χονγκ, και ακολούθησε το μέρος του στρατεύματος το οποίο ήταν πιστό στον Γιανγκ.
Με τον Χονγκ να απέχει από τα κοινά, οι εκπρόσωποι των Ταϊπίνγκ προσπάθησαν να αυξήσουν την αποδοχή του κινήματος και να επεκταθούν στην μεσαία κοινωνική τάξη της Κίνας, καθώς και να συνάψουν συμμαχίες με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά απέτυχαν και στις δύο περιπτώσεις.
Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παραμείνουν ουδέτεροι, ενώ εντός της Κίνας η εξέγερση αντιμετώπιζε αντίσταση από τις κινεζικές παραδοσιακές μεσαίες τάξεις, λόγω της εχθρότητας των επαναστατών στα κινέζικα έθιμα και τις αξίες του Κομφουκιανισμού.

Όσο για τους γαιοκτήμονες της άνω τάξης, απεχθάνονταν τους άξεστους τρόπους συμπεριφοράς των Ταϊπίνγκ και κυρίως την πολιτική τους για ισότητα των τάξεων και των φύλων, και έτσι έκλιναν στην πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων.
Το 1859 ο Χονγκ Ρενγκάν, ένας ξάδερφος του Χονγκ Ξιουκουάν, κατετάγη στις δυνάμεις των Ταϊπίνγκ στη Ναντσίνγκ και ο Ξιουκουάν τού έδωσε σημαντική εξουσία. Ο Ρενγκάν, ανέπτυξε ένα φιλόδοξο σχέδιο να επεκτείνει τα όρια του «Ουράνιου Βασιλείου».
Το 1860 οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ κατάφεραν να πάρουν τις πόλεις Χανγκτσόου και Σουτσόου στην ανατολή, αλλά απέτυχαν να πάρουν τη Σαγκάη, κάτι που αποτέλεσε την αφετηρία της παρακμής τους.
Η απόπειρα κατάληψης της Σαγκάης τον Αύγουστο του 1860 απωθήθηκε από τις δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, οι οποίες ήταν υπό την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν πλέον συμμαχήσει με τη δυναστεία των Τσινγκ. Μια μικτή ευρω-κινεζική δύναμη απέκρουσε την πρώτη επίθεση των Ταϊπίνγκ, (Ουράνιο Βασίλειο).

Οι εκπαιδευμένες από Ευρωπαίους δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα των επαναστατών των Ταϊπίνγκ, και μερικά χρόνια αργότερα, έως τις αρχές του 1864, ο αυτοκρατορικός έλεγχος στις περισσότερες περιοχές είχε επανακτηθεί.
Μετά από αυτό, οι Τσινγκ υποστηριζόμενοι από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι. Ύστερα από διαδοχικές μάχες έφτασαν στην Τιανζίνγκ το 1864.

Ο Χονγκ Ξιουκουάν διακήρυξε πως ο Θεός θα προστατεύσει τη Ναντσίνγκ, πρωτεύουσα των Ταϊπίνγκ, αλλά τον Ιούνιο του 1864, με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις των Τσινγκ να πλησιάζουν, πέθανε από τροφική δηλητηρίαση μετά από κατανάλωση αγριόχορτων όταν η πόλη είχε πλέον πρόβλημα έλλειψης τροφής.
Παρέμεινε άρρωστος για 20 μέρες πριν καταλήξει, και λίγες μέρες μετά τον θάνατό του οι δυνάμεις των Τσινγκ κατέλαβαν την πόλη. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο πρώην αυτοκρατορικό παλάτι των Μινγκ, και κατόπιν εκταφιάστηκε για να βεβαιωθεί η ταυτότητα και ο θάνατός του, και στο τέλος το σώμα του κάηκε στην πυρά.

Τέλος, οι στάχτες του Χονγκ που απέμειναν, τοποθετήθηκαν σε ένα κανόνι και πυροδοτήθηκαν έτσι ώστε τα απομεινάρια του να διασκορπιστούν και να μη βρει ποτέ γαλήνη και ηρεμία στην «Άλλη Ζωή», ως αιώνια τιμωρία για την εξέγερση που προκάλεσε.
Αν και η πτώση της Ναντσίνγκ το 1864 έφερε την πτώση του καθεστώτος των Ταϊπίνγκ, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Απέμεναν ακόμα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύματα των επαναστατών που συνέχισαν να μάχονται, με περισσότερους από 250.000 επαναστάτες να βρίσκονται μόνο στις μεθοριακές περιοχές των επαρχιών Τζιανγκξί και Φουτζιάν, πέρα από τις υπόλοιπες.
Το όνειρο της ισοπολιτείας στο Βασίλειο της Ουράνιας Γαλήνης πνίγηκε μέσα στο αίμα, καθώς τα επόμενα δέκα χρόνια οι επιζώντες Ταϊπίνγκ κυνηγήθηκαν και εκτελέστηκαν.
Δεν ήταν παρά μόνο τον Αύγουστο του 1871, οπότε ο τελευταίος οργανωμένος στρατός των Ταϊπίνγκ κατατροπώθηκε ολοκληρωτικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη μεθοριακή περιοχή των επαρχιών Χουνάν, Γκουεϊτζόου, και Γκουανγκσί.

Νωρίτερα το 1865, ο Λίου Γιονγκφού δημιούργησε μια δική του ανεξάρτητη ομάδα από δυνάμεις των Ταϊπίνγκ την οποία ονόμασε ο Στρατός της Μαύρης Σημαίας, και κατέφυγε στο Βιετνάμ, στο Βασίλειο του Ανάμ, όπου και οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν τους Γάλλους. Μετά από αρκετά χρόνια, ηγήθηκε της πρόσκαιρης Δημοκρατίας της Φορμόζα (5 Ιουνίου – 21 Οκτωβρίου 1895) πριν εξολοθρευτεί ολοκληρωτικά.

Άλλες «Συμμορίες της Σημαίας», οι οποίες είχαν εξοπλιστεί με σύγχρονο οπλισμό, διαχωρίστηκαν σε ομάδες κλεφτών οι οποίες λεηλατούσαν τα απομεινάρια του Βασιλείου του Λαν Ξανγκ (πρόγονο του κράτους του Λάος), και έμειναν ενεργές ώς και το 1890, οπότε και η τελευταία από αυτές τις ομάδες διαλύθηκε.
Τα θύματά τους, μη γνωρίζοντας από πού ήρθαν αυτές οι ομάδες, και καθώς λεηλατούσαν τους βουδιστικούς ναούς, θεώρησαν πως πρόκειται για Κινέζους μουσουλμάνους Χάου από την επαρχία Γιουνάν, κάτι που οδήγησε σε πολέμους εναντίον τους.


Χωρίς να υπάρχουν αξιόπιστα δημογραφικά στοιχεία την εποχή εκείνη, οι εκτιμήσεις βασίζονται σε υποθέσεις, αλλά οι πηγές που θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες και με τις περισσότερες αναφορές, κάνουν λόγο για περίπου 20 με 30 εκατομμύρια θανάτους πολιτών και στρατιωτών στα 15 χρόνια του πολέμου, 

ενώ υπάρχουν πηγές που εκτιμούν έως και 100.000.000 νεκρούς.

Οι περισσότεροι θάνατοι αποδίδονται στις αρρώστιες και έλλειψη τροφής. Μετά την τρίτη μάχη της Ναντσίνγκ το 1864, περισσότεροι από 100.000 πέθαναν μέσα σε τρείς ημέρες.
Σε παλαιότερες εποχές, ο Χονγκ μπορεί να είχε καταφέρει να ανατρέψει τους Τσινγκ και να εγκαθιδρύσει μια νέα δυναστεία. Εκείνο τον καιρό όμως, οι ξένες δυνάμεις υποστήριξαν το καθεστώς επειδή προτιμούσαν μια διεφθαρμένη και ανίσχυρη κυβέρνηση από τους ριζοσπάστες και απρόβλεπτους Ταϊπίνγκ. 
Η δυναστεία των Τσινγκ παρέμεινε στην εξουσία για ακόμη 58 χρόνια μέχρι που ανατράπηκε από τη δημοκρατική επανάσταση του 1912.


Η εξέγερση συνέβη κατά περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελεί τον μεγαλύτερο εμφύλιο πόλεμο του 19ου αιώνα, και είναι πιθανό να συμμετείχε μεγαλύτερος αριθμός στρατιωτών απ’ ότι στους Ναπολεόντειους Πολέμους της Ευρώπης, οι οποίοι είχαν διαδραματιστεί νωρίτερα τον ίδιο αιώνα.

Στην εποχή μας εμφανίστηκε μία παρόμοια οργάνωση και προσωπικότητα με αυτή του στρατού-σέχτας και του ηγέτη των Ταϊπίνγκ, 

το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS).

Το Ισλαμικό Κράτος (αραβικά:الدولة الإسلامية, αντ-νταουλάτ αλ-ισλαμίγια), αρχικά γνωστό ως Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ο όρος «Λεβάντε» αναφέρεται επίσης ως «Ανατολής», «Συρίας» ή «Αλ-Σαμ») είναι μία ενεργή τζιχαντιστική τρομοκρατική οργάνωση του Ιράκ και της Συρίας.

Στις 29 Ιουνίου 2014 ανακήρυξε μονομερώς την ίδρυση χαλιφάτου, σε μια έκταση που περιέχει περιοχές της Συρίας και του Ιράκ, ορίζοντας στην θέση του «χαλίφη» και «ηγέτη των απανταχού μουσουλμάνων» τον επικεφαλής της, 
Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι 


(γνωστό έκτοτε ως «Χαλίφης Ιμπραήμ»). 
 
Στους στόχους της οργάνωσης είναι η περαιτέρω εξάπλωση του «χαλιφάτου» μελλοντικά σε περιοχές στον Λίβανο, όπου έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν τρομοκρατική επίθεση, την Ιορδανία, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, το Κουβέιτ, την Τουρκία και την Κύπρο.
Η ίδρυση της οργάνωσης φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του πολέμου του Ιράκ, ενώ ανέπτυξε δεσμούς με την Αλ Κάιντα. Αργότερα η οργάνωση εμπλέχτηκε και στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο.

Η κεντρική διοίκηση της Αλ Κάιντα, τον Φεβρουάριο του 2014, αποκήρυξε την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Ανατολής, εξαιτίας της σύγκρουσης της τελευταίας με την Αλ Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα στην Συρία.
Η σύνθεση των μελών της προέρχεται από πολλές παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως την Αλ Κάιντα του Ιράκ, το Συμβούλιο της Σούρα των Μουτζαχεντίν και άλλες. Αυτά τα μέλη πρεσβεύουν στην πλειοψηφία τους το Χαριτζιτικό Ισλάμ.
Τον Νοέμβριο του 2014, το Ισλαμικό Κράτος ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει τα πρώτα του νομίσματα, τα οποία θα είναι κέρματα (χάλκινα, ασημένια και χρυσά). Μάλιστα, αναφέρεται ότι θα είναι παρόμοια με νομίσματα του 7ου αιώνα μ.Χ. Το νόμισμα ξεκίνησε να κόβεται στα τέλη του Αυγούστου του 2015 και ονομάζεται «Χρυσό δηνάριο».

Στις 13 Νοεμβρίου του 2014, ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ο χαλίφης του κράτους, μέσω ηχογραφημένου μηνύματος ανακοίνωσε ότι κήρυξε τον πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία.
Στις 6 Ιανουαρίου του 2015, το Ισλαμικό Κράτος κήρυξε, επίσημα πλέον, πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία, εφ’ όσον έκανε την πρώτη επίθεση εναντίον της χώρας.
Τον Αύγουστο του 2014, η οργάνωση Ανσάρ αλ-Σαρία, η οποία ελέγχει τις πόλεις Ντέρνα και Βεγγάζη, ορκίστηκε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος, με συνέπεια οι κατακτήσεις της οργάνωσης να εντάσσονται στα εδάφη του Ισλαμικού Κράτους.
Επίσης, στις 11 Ιανουαρίου του 2015, οι Ταλιμπάν ορκίστηκαν πίστη στο Ισλαμικό Κράτος. Μάλιστα για να αποδείξουν την αφοσίωσή τους στο Ισλαμικό Κράτος, αποκεφάλισαν έναν στρατιώτη του Πακιστάν που κρατούσαν αιχμάλωτο.
Τον Μάρτιο του 2015, η οργάνωση Μπόκο Χαράμ, η οποία ελέγχει πόλεις στη Νιγηρία, ορκίστηκε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος. Το Ισλαμικό Κράτος έχει καταστρέψει αρχαία μνημεία που χτίστηκαν ανάμεσα στο 1200 π.Χ μέχρι το 600 π.Χ.

Το Ισλαμικό Κράτος είναι μια εξτρεμιστική ομάδα που ακολουθεί τη σκληρή ιδεολογική γραμμή της Αλ Κάιντα και είναι οπαδός των παγκόσμιων αρχών της τζιχάντ.
Ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι (28 Ιουλίου 1971) είναι ο χαλίφης του Ισλαμικού Κράτους, ενός κράτους που δεν έχει αναγνώριση διεθνώς, ενώ έχει καταλάβει με τη βία εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.
Από τις 4 Οκτωβρίου 2011 οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν κατατάξει τον αλ-Μπαγκντάντι στη λίστα της διεθνούς τρομοκρατίας, ενώ μάλιστα έχει ανακοινωθεί και η αμοιβή των 10 εκατομμυρίων δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία οδηγεί στην αιχμαλωσία του ή το θάνατό του.
Στις αρχές Ιουλίου 2014, με ένα ηχογραφημένο μήνυμα, ο αλ-Μπαγκντάντι ανακοίνωσε ότι σκοπός του είναι το κράτος του να φτάσει από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ρώμη και την Ισπανία και κάλεσε τους Μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο να εποικίσουν στο νέο κράτος.

Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος που οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν κατατάξει Νο1 στη λίστα της διεθνούς τρομοκρατίας από τις 4 Οκτωβρίου 2011 και έχει επικηρυχθεί έναντι 10 εκατομμυρίων δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία οδηγούσε στην αιχμαλωσία ή το θάνατό του;



Ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1971 στην πόλη Σαμάρα του Ιράκ ως Ιμπραήμ Αλί Μωάμεθ Αουάντ αλ Μπαντρί αλ Σαμαράι. 

Για τα παιδικά του χρόνια ή την οικογενειακή του κατάσταση δεν ξέρουμε το παραμικρό εκτός του ότι από παιδί παρακολουθούσε το κατηχητικό στο τοπικό τζαμί και προοριζόταν να γίνει ιμάμης.
Αραβικές μελέτες τον θέλουν να προέρχεται από θρησκευτική οικογένεια ιερέων, ακαδημαϊκών και δασκάλων της αραβικής γλώσσας, αν και αυτές οι πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν.
Σύμφωνα με αναφορές που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, οι συμμαθητές του στο τζαμί τον περιγράφουν ως ένα συνεσταλμένο παιδί που ήταν ταγμένο στη θρησκευτική μελέτη και την ειρήνη, καθώς τίποτα δεν μισούσε περισσότερο ο Μπαγκνταντί περισσότερο από τη βία.


Μέχρι το 2004, ζούσε σε ένα δωματιάκι δίπλα από το τζαμί προαστίου της Βαγδάτης, μελετώντας νυχθημερόν τον λόγο του Θεού. Μοναδικό διάλειμμα φαινόταν να είναι η ώρα του ποδοσφαίρου, με τον νεαρό Αμπού να είναι ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας του τζαμιού.
Προσπάθησε να δώσει εξετάσεις για εισαγωγή στην ανώτερη στρατιωτική ακαδημία της χώρας, αλλά απέτυχε σε αυτές (και λόγω της μυωπίας του). Αυτό το γεγονός λέγεται πως του επέφερε μία έντονη κατάθλιψη, η οποία τον επηρέασε σοβαρά.
Τον Ιούλιο του 2013 ο Μπαγκνταντί ήταν πια κάτοχος διδακτορικού τίτλου στις ισλαμικές σπουδές από το Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, έχοντας ήδη πάρει πτυχίο και μεταπτυχιακό από το ίδιο πανεπιστήμιο. Πέρα από ακαδημαϊκός, ο Αμπού ήταν τώρα και θρησκευτικός δάσκαλος του Ισλάμ, διδάσκοντας το Κοράνι στις νεότερες γενιές.
Σύμφωνα με τις σχετικές ακαδημαϊκές πηγές, ο πολυμαθής Μπαγκνταντί θεωρείται αυθεντία στη Σαρία και λογίζεται φωτισμένος κήρυκας αλλά και μεγάλος παιδαγωγός του ισλαμικού πολιτισμού, πριν αναλάβει βέβαια τον νέο ρόλο του ως Νο 1 κίνδυνος της πλάσης.

Είναι επίσης γνωστό ότι ο δρ Ιμπραήμ Αουάντ ήταν άλλοτε από τις πιο προβεβλημένες προσωπικότητες του ισλαμικού κόσμου της Βαγδάτης, ταγμένος μελετητής των ισλαμικών Γραφών και μεγάλος θεωρητικός του Κορανιού.
Την πρώτη του εξτρεμιστική δράση φαίνεται να αναλαμβάνει ο ακραίος σήμερα τζιχαντιστής το 2003, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στην πατρίδα του, το Ιράκ. Εκείνη την εποχή φέρεται να είναι ακόμα κληρικός σε τζαμί προαστίου της Βαγδάτης, ενώ δεν αποκλείεται καθόλου να ήταν ήδη ενταγμένος σε παραστρατιωτική τζιχαντιστική σέχτα από την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν ακόμα.
Μετά την αμερικανική επίθεση του 2003 πάντως και την κατοχή, ο Μπαγκντάντι μετατρέπεται σε επαναστάτη πλήρους απασχόλησης, ιδρύοντας με άλλους εξτρεμιστές μια τοπικής δράσης οργάνωση μουτζαχεντίν.
Το 2006 η ακραία σουνιτική ομάδα με τα αρχικά JJASJ εντάσσεται στο «κεντρικό γραφείο» του Συμβουλίου των ιρανικών Μουτζαχεντίν (MSC), όπου αναλαμβάνει υψηλόβαθμο ρόλο. Το MSC είναι που θα δώσει προοδευτικά τη θέση του στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ (ISI), με τον Μπαγκντάντι να υπηρετεί πια στην κεντρική επιτροπή του.
Στην ριζοσπαστικοποίηση της σκέψης του βλέπουν πολλοί αναλυτές να ευθύνεται η περίοδος φυλάκισής του στο αμερικανικό κέντρο κράτησης του Ιράκ Camp Bucca. Ο Μπαγκντάντι έπεσε στα χέρια των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής τον Φεβρουάριο του 2004 κοντά στη Φαλούτζα και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Bucca, όπου έμεινε μέχρι το 2009 (εκεί λέγεται ότι στρατολογήθηκε από τις ΗΠΑ για να χρησιμοποιηθεί για τον πόλεμο που ετοίμαζαν στην Συρία.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Μπαγκντάντι φιγουράρει πια ως ένας από τους αρχηγούς της αλ Κάιντα του Ιράκ, καθώς το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ δεν ήταν παρά το τοπικό όνομα του ιρακινού βραχίονα της αλ Κάιντα. Ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι γίνεται αρχηγός της τζιχαντιστικής οργάνωσης στις 16 Μαΐου 2010, μετά τον θάνατο δηλαδή του Αμπού Ομάρ αλ Μπαγκντάντι


 (http://www.naftemporiki.gr/story/1032174/pos-gennithike-kai-gigantothike-to-islamiko-kratos,



 http://www.respublica.gr/2015/11/column/what-isis-really-wants/



http://www.huffingtonpost.gr/2014/12/31/islamiko-kratos_n_6395112.html).


Σύμφωνα με εκτιμήσεις δυτικών μυστικών υπηρεσιών και ειδικών αναλυτών η οργάνωσή του διαθέτει 10.000 έως 12.000 μέλη μεταξύ των ακραίων σουνιτών της Συρίας.

Όμως, όπως σημειώνει σχετικό άρθρο της Guardian, «οι φιλοδοξίες του Μπαγκντάντι να αποκτήσει ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο στην οργάνωση Μέτωπο Αλ Νούσρα [σ.σ: το επίσημο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία], ανάγκασε πριν λίγο καιρό τον αρχηγό της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, να ανακηρύξει το Μέτωπο Αλ Νούσρα ως τη μόνη πτέρυγα του δικτύου στη Συρία, συνιστώντας στο ISIL να περιορίσει τις δραστηριότητες του στο Ιράκ και να παραιτηθεί από τον αγώνα στη Συρία».
Ο 43χρονος Μπαγκντάντι διαφώνησε με τον Αλ Ζαουάχρι, σχετικά με το διαχωρισμό του ένοπλου αγώνα σε κάθε χώρα, οπότε η Αλ Κάιντα διέκοψε τις σχέσεις της με το ISIL, που πλέον μάχεται αυτόνομα για τη δημιουργία ενός νέου «χαλιφάτου» στο Ιράκ και τη Συρία. Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, ένα δείγμα της ωμότητας και των ακραίων μεθόδων της ISIS είχε φανεί από πέρσι, όταν η οργάνωση είχε επιβάλλει καθεστώς τρόμου στην πόλη Ράκα, που βρίσκεται στην βόρεια Συρία 

(http://www.matrix24.gr/2016/06/pios-itan-o-ampou-bakr-al-bagkntanti/




http://www.protothema.gr/blogs/blogger/post/602869/to-islamiko-kratos-dimiourgia-metexelixi-modus-operandi/,



 to-islamiko-kratos-kai-o-mythos/).

Όπως και η Αλ Κάιντα και πολλές άλλες σύγχρονες ομάδες τζιχαντιστών, το Ισλαμικό Κράτος αναδύθηκε από την ιδεολογία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, την πρώτη ισλαμιστική ομάδα στον κόσμο που χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 στην Αίγυπτο.
Το Ισλαμικό Κράτος ακολουθεί μια ακραία αντι-Δυτική ερμηνεία του Ισλάμ, η οποία προωθεί την θρησκευτική βία και θεωρεί εκείνους που δεν συμφωνούν με τις ερμηνείες της ως άπιστους και αποστάτες. Παράλληλα έχει ως στόχο να δημιουργήσει ένα Σαλαφιστικού είδους ισλαμικό κράτος στο Ιράκ, τη Συρία και άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής.
Η ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους έλκεται από ένα κλάδο του σύγχρονου Ισλάμ που έχει ως στόχο την επιστροφή στις πρώτες ημέρες του Ισλάμ, απορρίπτοντας τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν αργότερα στη θρησκεία, οι οποίες πιστεύει ότι διαφθείρουν το αρχικό πνεύμα του.

Ακόμα, περιφρονεί τα προηγούμενα χαλιφάτα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως παρεκλίνοντες από αυτό που αποκαλεί καθαρό Ισλάμ και ως εκ τούτου, προσπαθεί να δημιουργήσει το δικό του χαλιφάτο.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι Σουνίτες σχολιαστές, όπως ο Ζαΐντ Χαμίντ, ακόμα και Σαλαφιστές ή Τζιχαντιστές μουφτήδες, όπως ο Αντνάν αλ-Αρούρ και ο Αμπού Μπασίρ αλ-Ταρτούσι, οι οποίοι λένε ότι το Ισλαμικό Κράτος και οι συναφείς με αυτό τρομοκρατικές ομάδες δεν είναι καθόλου Σουνίτες σε όλα, αλλά αιρετικοί μουσουλμάνοι που εξυπηρετούν μια αυτοκρατορική αντιισλαμική ατζέντα.
Οι εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους, πιστεύουν ότι μόνο μια νόμιμη αρχή μπορεί να αναλάβει την ηγεσία της τζιχάντ, και ότι πρώτη προτεραιότητα σε σχέση με τα πεδία των μαχών, όπως ο πόλεμος εναντίον των μη-μουσουλμανικών χωρών, είναι ο καθαρισμός της ισλαμικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, όσον αφορά την σύγκρουση μεταξύ στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς (παράρτημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) ως αποστάτες οι οποίοι δεν έχουν νόμιμη εξουσία για να οδηγήσουν στη τζιχάντ, γι’ αυτό και πιστεύουν ότι πρώτα πρέπει να καταπολεμήσουν την Χαμάς και μετά να έρθουν σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ.
Τον Οκτώβριο του 2016, το ISIS μετά από χρόνια εδαφικής εξάπλωσης αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ήττας, από την προέλαση του Συριακού στρατού στο Χαλέπι-με την βοήθεια της αεροπορίας των Ρώσων και των Κούρδων της Συρίας, αλλά και στο Ιράκ με την προέλαση του Ιρακινού στρατού και των Κούρδων της χώρας προς την Μοσούλη 
(http://www.euro2day.gr/specials/topics/article/1459197/stratfor-trimhno-fotia-gia-syria-kai-mesh-anatolh.html,  

http://www.ethnos.gr/diethni/arthro/paralliloi_polemoi_se_syria_irak-64590651/,  


http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27689&subid=2&pubid=114201733,

 http://www.ethnos.gr/giorgos_kapopoulos/arthro/mosouli_kai_xalepi-64580350/).
Θα έχει άραγε και το ISIS το τέλος των Ταϊπίνγκ και θα εξοντωθεί και αυτό από τους δυτικούς πρώην προστάτες του (και τους Ρώσους), όταν δεν θα τους είναι πια χρήσιμο;

Δεν είναι καθόλου απίθανο η ιστορία να ακολουθήσει και πάλι την ίδια πορεία των γεγονότων. Και δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνάει πως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, οι οπαδοί των δύο κινημάτων ξεγελάστηκαν και παρασύρθηκαν στον όλεθρο των ίδιων και των χωρών τους από αδίστακτους ηγέτες-πολιτικούς, οι οποίοι παρίσταναν τις υποτιθέμενες θρησκευτικές αυθεντίες.
Και με αυτό τον τρόπο εκπλήρωσαν με τον καλύτερο τρόπο το βιβλικό ρητό : ««Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἶς οὐκ ἐστι σωτηρία». (Ψάλμ. ΡΜΕ΄ 3)».

[Κοινά χαρακτηριστικά τόσο των Ταϊπίνγκ, όσο και του ISIS ήταν το κοινό μίσος για τους δυτικούς,
ο έντονος θρησκευτικός φανατισμός
-μεγάλη βιαιότητα των μελών τους με την χρήση τόσο προπαγάνδας, αλλά και ναρκωτικών,
η υποβάθμιση, αλλά και χρήση των γυναικών στην μάχη,
το εμπόριο ναρκωτικών για την χρηματοδότηση των οργανώσεων τους,
η κοινή πίστη τους στην μεσσιανική τους αποστολή,
η αρχική στήριξη τους από τους δυτικούς (ενάντια στις νόμιμες κυβερνήσεις των χωρών αυτών)
και ύστερα η στροφή εναντίον τους,
καθώς και η κοινή ιστορία των ηγετών τους].





www.triklopodia.gr

Η "άγνωστη" εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850 - 1864)...

Η "άγνωστη" εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850 - 1864)...  

  Ο εμφυλιος των 20 εκ. νεκρων

Ο «προθάλαμος» της κινεζικής αυτοκρατορικής κατάρρευσης

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη από όλες τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Αυτό το ιστορικό γεγονός αγνοήθηκε από τους ευρωκεντρικούς
ιστορικούς αν και ο Μαρξ, τουλάχιστον, είχε αρκετή επίγνωση της σημασίας του, ώστε να γράψει το 1853: «’Ισως ο επόμενος ξεσηκωμός του λαού της Ευρώπης εξαρτηθεί περισσότερο από αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ουράνια Αυτοκρατορία, παρά από οποιαδήποτε άλλη υπαρκτή πολιτική αιτία».

Η Κίνα, ίσως μόνη ανάμεσα στις μεγάλες παραδοσιακές αυτοκρατορίες του κόσμου, είχε λαϊκή επαναστατική παράδοση, με ιδεολογικό υπόβαθρο και πρακτική οργάνωση. Iδεολογικά, οι λόγιοι και ο λαός της θεωρούσαν βέβαιο ότι η αυτοκρατορία τους ήταν ακατάλυτη και στο κέντρο του κόσμου: θα υπήρχε αιώνια, με επικεφαλής έναν αυτοκράτορα (εκτός από σποραδικά διαλείμματα διχασμού), και θα τη διοικούσαν γραφειοκράτες λόγιοι που είχαν γίνει κρατικοί λειτουργοί αφού πέρασαν τις μεγάλες εθνικές εξετάσεις που είχαν καθιερωθεί πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, για να εγκαταλειφθούν μόνο όταν η ίδια η αυτοκρατορία έπνεε πια τα λοίσθια, το 1910.
Ωστόσο, η ιστορία της Κίνας ήταν μία ιστορία μιας αλληλοδιαδοχής δυναστειών, κάθε μία από τις οποίες περνούσε (όπως πίστευαν οι Κινέζοι) ένα κύκλο ακμής, κρίσης και παρακμής: κερδίζοντας και τελικά χάνοντας την «ουράνια εντολή» που νομιμοποιούσε την απόλυτη εξουσία τους. Στη διαδικασία της αλλαγής από τη μία δυναστεία στην άλλη, οι Κινέζοι γνώριζαν ότι θα υπήρχαν λαϊκές εξεγέρσεις, που θα γεννιούνταν από το φαινόμενο της ληστείας, από αγροτικούς ξεσηκωμούς και από τη δράση λαϊκών μυστικών εταιρειών, και μάλιστα περίμεναν από αυτές τις εξεγέρσεις να παίξουν σημαντικό ρόλο. Η ίδια η επιτυχία μίας τέτοιας εξέγερσης ήταν ένδειξη ότι η «ουράνια εντολή» εξέπνεε. Η διαχρονικότητα της Κίνας, του κέντρου του παγκόσμιου πολιτισμού, επιτυγχανόταν χάρη σε έναν αέναο κύκλο διαδοχής δυναστειών, που συμπεριλάμβανε και αυτό το επαναστατικό στοιχείο.(1)


Ο Χονγκ Ξιουκουάν σε αναπαράσταση της εποχής, χρονολογείται περίπου στο 1860

 

Έτσι, η δυναστεία των Μαντσού, που επιβλήθηκε από βόρειους κατακτητές στα μέσα του 17ου αιώνα, είχε αντικαταστήσει τη δυναστεία των Μινγκ, που με τη σειρά της είχε ανατρέψει (με λαϊκή επανάσταση) τη δυναστεία των Μογγόλων τον 14ο αιώνα. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, το καθεστώς των Μαντσού φαινόταν ακόμα να λειτουργεί ομαλά, έξυπνα και αποτελεσματικά, αν και υπήρχαν φήμες για τεράστια διαφθορά, αλλά ήδη από τη δεκαετία του 1790 υπήρχαν σημάδια κρίσης και ανταρσίας. Σε όποιους άλλους παράγοντες και αν οφείλονταν αυτά τα φαινόμενα, είναι βέβαιο ότι η εκπληκτική άνοδος του πληθυσμού της χώρας τον 19ο αιώνα (αύξηση της οποίας τα αίτια δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί εντελώς) είχε αρχίσει να δημιουργεί έντονα οικονομικά προβλήματα. Λέγεται ότι ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε από 140 εκατομμύρια το 1741, σε σχεδόν 400 εκατομμύρια το 1834.
Το δραματικό καινούργιο στοιχείο στην κατάσταση της Κίνας ήταν η διείσδυση των Δυτικών, που είχαν ταπεινώσει την Αυτοκρατορία στον πρώτο Πόλεμο του Οπίου (1839 – 1842). Η συνθηκολόγηση μπροστά σε μία μέτρια ναυτική δύναμη των Βρετανών προκάλεσε τρομερό σοκ, γιατί φανέρωσε πόσο εύθραυστο ήταν το αυτοκρατορικό σύστημα, και δεν αποκλείεται να το συνειδητοποίησαν αυτό ακόμα και τμήματα της κοινής γνώμης, πέρα από τα όρια των λίγων περιοχών που έζησαν άμεσα την καταστροφή. Όπως και να έχει το πράγμα, αυξήθηκαν αμέσως και σε εντυπωσιακό βαθμό οι δραστηριότητες διαφόρων αντιπολιτευτικών δυνάμεων, προπαντός των ισχυρών και βαθιά ριζωμένων μυστικών εταιρειών, όπως η Τριάδα της Νότιας Κίνας, που ήταν αφιερωμένη στην ανατροπή της ξένης δυναστείας των Μαντσού και στην παλινόρθωση των Μινγκ. Η αυτοκρατορική διοίκηση είχε συγκροτήσει σώματα πολιτοφυλακής εναντίον των Βρετανών και έτσι συνέβαλε στη διανομή όπλων στους πολίτες. Δεν χρειαζόταν παρά ένας σπινθήρας για να έρθει η έκρηξη.(2)
Αυτός ο σπινθήρας ήταν τελικά ένας μονομανής, ίσως ψυχοπαθής, προφήτης και μεσσιανικός ηγέτης, ο Χουνγκ Σιου Τσουάν (1813-1864), ένας από εκείνους τους υποψήφιους που είχαν αποτύχει στις εξετάσεις για την πρόσληψη στον κρατικό μηχανισμό και γι’ αυτό ήταν επιρρεπείς στην πολιτική δυσφορία. Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις, φαίνεται ότι έπαθε νευρική κατάρρευση, που τον οδήγησε στον θρησκευτικό μυστικισμό. Γύρω στα 1847 – 1848 ίδρυσε, στην επαρχία Κουανγκσί, μία «Εταιρεία των Θεοσεβών», και γρήγορα τον ακολούθησαν χωρικοί και μεταλλωρύχοι, άτομα από τη μεγάλη μάζα των εξαθλιωμένων πλανόδιων Κινέζων, μέλη διαφόρων εθνικών μειονοτήτων και οπαδοί των παλαιότερων μυστικών εταιρειών. Υπήρχε όμως μία σημαντική καινοτομία στο κήρυγμα του. Ο Χουνγκ είχε επηρεαστεί από χριστιανικά κείμενα, είχε μάλιστα περάσει ένα διάστημα με έναν Αμερικανό ιεραπόστολο στην Καντόνα, και έτσι πρόσθεσε μερικά σημαντικά δυτικά στοιχεία σε ένα, κατά τα άλλα, οικείο μείγμα από αντιδυναστικές, αιρετικοθρησκευτικές και κοινωνικοεπαναστατικές ιδέες.

Bασιλική Σφραγίδα του Ουράνιου Βασιλείου των Ταϊπίνγκ


Η εξέγερση ξέσπασε το 1850 στο Κουανγκσί και διαδόθηκε με τόση ταχύτητα, ώστε μέσα σε ένα χρόνο ανακηρύχτηκε το «Ουράνιο Βασίλειο της Παγκόσμιας Ειρήνης», με τον Χουνγκ υπέρτατο «Ουράνιο Βασιλιά». Επρόκειτο χωρίς αμφιβολία για καθεστώς κοινωνικής επανάστασης, που το στήριζαν κυρίως οι λαϊκές μάζες, και εμφορούνταν από ταοϊστικές, βουδιστικές και χριστιανικές ιδέες για την ισότητα. Θεοκρατικά οργανωμένο κατά το σχήμα της πυραμίδας, από οικογενειακές μονάδες, κατάργησε την ατομική ιδιοκτησία (η γη μοιραζόταν μόνο για χρήση, όχι για κυριότητα, καθώς έπρεπε να παραχωρείται σε κάθε χωρικό ένα τμήμα γης, που να αρκεί για να του εξασφαλίσει τη συντήρησή του), καθιέρωσε την ισότητα των δύο φύλων, απαγόρευσε τον καπνό, το όπιο και το οινόπνευμα, εισήγαγε νέο ημερολόγιο (όπου υπήρχε και εβδομάδα επτά ημερών) και διάφορες άλλες πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να παραλείψει να μειώσει τους φόρους.
Άμεσοι αντίπαλοι των Ταϊπίνγκ ήταν οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, οι εύποροι κτηματίες, οι γαιοκτήμονες και οι τοκογλύφοι. Οι Ταϊπίνγκ (που σημαίνει «Λάτρεις του Θεού») έκαιγαν, παντού όπου περνούσαν, τις καταστάσεις των κτηματικών φόρων, τους τίτλους γαιοκτησίας και τα γραμμάτια των τοκογλύφων και κατάσχεσαν τις περιουσίες τους για να τις μοιράζουν στους φτωχούς. Έτσι, οι χωρικοί έμπαιναν κατά μεγάλες μάζες στις τάξεις των Ταϊπίνγκ και στο τέλος έγιναν το κύριο σώμα των επαναστατικών δυνάμεων. Οι τεχνίτες και οι φτωχοί άνθρωποι των πόλεων, που ήταν στην αρχή συγκεντρωμένοι σε διάφορες μυστικές οργανώσεις κατά της δυναστείας των Μαντσού, έσπευσαν και αυτοί να ενταχθούν στο στρατό των Ταϊπίνγκ.
Οι θέσεις των Ταϊπίνγκ για το αγροτικό πρόβλημα δείχνουν από τη μία πλευρά το βαθύ επαναστατικό και αντιφεουδαλικό χαρακτήρα του καθεστώτος τους, αλλά, από την άλλη πλευρά, περιέχουν και ουτοπιστικές αντιλήψεις σχετικά με την απόλυτη ισότητα στην κατανομή της γης και στην εφαρμογή του καθεστώτος της κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Τέτοιες αντιλήψεις ήταν απόλυτα απραγματοποιήσιμες. Στις πόλεις, οι Ταϊπίνγκ ανέπτυξαν κάθε είδους βιοτεχνικές επιχειρήσεις, που έμοιαζαν κάπως με τα βιοτεχνικά εργαστήρια, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την παραγωγικότητα. Υιοθέτησαν την ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου, ορίζοντας, όπως προαναφέραμε, ελαφρείς φόρους και απλά μέσα για την είσπραξή τους. Από τα εδάφη των Ταϊπίνγκ, το μετάξι και το τσάι εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες, ενώ το εμπόριο του οπίου απαγορευόταν εντελώς.(3)
Στα τέλη του 1853, οι Ταϊπίνγκ, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο μαχητές, έλεγχαν το μεγαλύτερο της Νότιας και Ανατολικής Κίνας και είχαν καταλάβει το Νανκίν, το οποίο έγινε πρωτεύουσα τους, αν και, σε μεγάλο βαθμό επειδή τους έλειπε το ιππικό, δεν είχαν κατορθώσει ουσιαστικά να προχωρήσουν προς τα βόρεια. Η Κίνα διχοτομήθηκε. Ακόμα και οι περιοχές που δεν ελέγχονταν από τους Ταϊπίνγκ κλυδωνίζονταν από σοβαρές αναταραχές, όπως η εξέγερση των Νιέν (στασιαστών αγροτών) στα βόρεια, που δεν κατεστάλη παρά μόλις το 1868, η εξέγερση της εθνικής μειονότητας των Μιάο στο Κβεϊτσόου, και οι ξεσηκωμοί άλλων μειονοτήτων στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά.(4)


Περιοχές ελέγχου των Ταϊπίνγκ το 1854

Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ δεν επέζησε, ούτε είχε πολλές πιθανότητες να επιζήσει. Οι ριζοσπαστικές καινοτομίες της αποξένωσαν τους μετριοπαθείς, τους παραδοσιοκράτες και όσους είχαν περιουσία να χάσουν, και που δεν ήταν καθόλου μόνο οι πλούσιοι. Η αδυναμία των ηγετών της να τηρήσουν οι ίδιοι τις πουριτανικές αρχές τους εξασθένισε τη λαϊκή της απήχηση, και δεν άργησαν να προκύψουν βαθιά ρήγματα στην ηγεσία. Δεν έπαψε να είναι μία αγροτική επανάσταση παλαιού τύπου, και αυτό φάνηκε μετά την κατάληψη του Νανκίν, όπου οι Ταϊπινγκ διέπραξαν το στρατηγικό λάθος να μη χτυπήσουν αμέσως και με όλες τους τις δυνάμεις το Πεκίνο, το κέντρο της φεουδαλικής κυριαρχίας, ούτε να καταλάβουν τη Σαγκάη, κέντρο του ξένου καπιταλισμού.(5) Μετά το 1856 η επανάσταση βρισκόταν σε υποχώρηση, και το 1864 οι κυβερνητικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την πρωτεύουσα των Ταϊπινγκ, το Νανκίν. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση ανάρρωσε, αλλά το τίμημα που πλήρωσε για να αναρρώσει ήταν βαρύ και τελικά αποδείχτηκε μοιραίο. Εκτός από αυτό, έδειξε καθαρά πόσο περίπλοκες επιπτώσεις είχε η δυτική επιρροή.(6)
Το παράδοξο είναι ότι οι ιθύνοντες της Κίνας ήταν μάλλον λιγότερο πρόθυμοι να υιοθετήσουν δυτικές καινοτομίες από όσο οι πληβείοι στασιαστές, συνηθισμένοι από καιρό να ζουν σε ένα ιδεολογικό σύμπαν όπου ανεπίσημες ιδέες, δανεισμένες από ξένες πηγές (όπως ο βουδισμός), ήταν αποδεκτές. Για τους κομφουκιστές γραφειοκράτες λογίους που κυβερνούσαν την αυτοκρατορία, ό,τι δεν ήταν Κινέζικο ήταν βάρβαρο. Απέρριπταν ακόμα και την τεχνολογία, που τόσο εξόφθαλμα έκανε τους βάρβαρους αήττητους. Το 1867, όταν δηλαδή η ξένη διείσδυση βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη φάση, ο Μέγας Γραμματέας, Γουό Τζεν, υπέβαλλε στο θρόνο ένα υπόμνημα, όπου προειδοποιούσε ότι η ίδρυση κολεγίου για τη διδασκαλία αστρονομίας και μαθηματικών θα «παρέδιδε το λαό στην ξενομανία» και θα κατέληγε «στην έκπτωση της χρηστότητας και στη διάδοση της φαυλότητας».(7)
Η αντίσταση στην κατασκευή σιδηροδρόμων και των συναφών εξακολούθησε να είναι σοβαρή. Για ευνόητους λόγους, σχηματίστηκε ένα «εκσυγχρονιστικό» κόμμα, αλλά μπορούμε να μαντέψουμε ότι ακόμα και αυτό θα προτιμούσε να αφήσει την παλιά Κίνα αμετάβλητη, απλώς δίνοντάς της τη δυνατότητα να παράγει στρατιωτικό οπλισμό δυτικού τύπου. Η προσπάθειά του να αναπτύξει αυτήν την παραγωγή, κατά τη δεκαετία του 1860, δεν υπήρξε πολύ επιτυχημένη, ακριβώς για αυτόν το λόγο. Όπως και αν έχει το πράγμα, η ανίσχυρη Αυτοκρατορική διοίκηση διαπίστωσε ότι δεν είχε να επιλέξει παρά ανάμεσα σε διαφορετικούς βαθμούς παραχωρήσεων προς τη Δύση. Αντιμετωπίζοντας μία μεγάλη κοινωνική επανάσταση, δεν θέλησε ούτε καν να κινητοποιήσει εναντίον των εισβολέων την τεράστια δύναμη της ξενοφοβίας του Κινέζικου λαού. Όπως έδειχνε η πρακτική της, η καταστολή της επανάστασης των Ταϊπίνγκ ήταν ασυζητητί το επιτακτικότερο πολιτικό της πρόβλημα, και για το σκοπό αυτόν η ξένη βοήθεια ήταν, αν όχι ουσιώδης, πάντως επιθυμητή. Η καλή θέληση των ξένων ήταν απολύτως αναγκαία. Έτσι, η αυτοκρατορική Κίνα περιήλθε γρήγορα σε πλήρη εξάρτηση από τους ξένους. Από το 1854, μία Αγγλο-γαλλο-αμερικανική τριανδρία επρόκειτο να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του τελωνείου της Σαγκάης.(8)
Ο επαναστατικός αγροτικός πόλεμος των Ταϊπίνγκ ήταν ο πιο αμείλικτος και αιματηρός σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, ένας από τους πλέον αιματηρούς της ιστορίας και ασφαλώς ο αιματηρότερος στην ιστορία της Κίνας,  

καθώς κόστισε, όπως προαναφέραμε, τουλάχιστον είκοσι εκατομμύρια νεκρούς, ενώ υπάρχουν αναφορές και για τριάντα εκατομμύρια. 
 
Ξεπέρασε σε βιαιότητα και σε αριθμό απωλειών τους Ναπολεόντειους πολέμους, τον πόλεμο της Κριμαίας, τον Αμερικανικό εμφύλιο και τις Γαλλόπρωσικές συγκρούσεις.

 Η Αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη ήδη από τις επιδρομές των Βρετανών, δε συνήλθε ποτέ από αυτήν την εξέγερση.(9) Παρ’ όλο που η τελική του καταστολή ήταν ολοκληρωτική, έδειξε πως η δυναστεία των Μαντσού δεν ήταν πια σε θέση να ελέγχει τον Κινέζικο λαό, με τις δικές της δυνάμεις και μόνο.(10)

Ιστορικό μνημείο της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ στην πόλη Μενγκσάν της επαρχίας Γκουανγκσί, η οποία ήταν η αρχική έδρα των επαναστατών Ταϊπίνγκ.

Σημειώσεις
1. E.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 196-197.
2. Ο.π., σελ. 197-198.
3. TSIEN PO-TSAN, CHAO SIUN-TCHENG & HOU HOUA, Γενική Ιστορία της Κίνας, Τόμος Α’, σελ. 135-136.
4. Ε.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 198-199.
5. TSIEN PO-TSAN, CHAO SIUN-TCHENG & HOU HOUA, Γενική Ιστορία της Κίνας, Τόμος Α’, σελ. 136.
6. Ε.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 199.
7. HU SHENG, Imperialism and Chinese Politics, σελ. 92.
8. Ε.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 199-200.
9. W. TRAVIS HANES III, Ph.D. & FRANK SANELLO, Οι Πόλεμοι του Οπίου: η εξάρτηση μιας Αυτοκρατορίας και η διαφθορά μιας άλλης, σελ. 224.



ideopigi.blogspot.com

Η Εξεγερση των Μποξερ

Η Εξεγερση των Μποξερ

Δυνάμεις των Μπόξερς εισέρχονται στην Τιεντζίν
Η Εξέγερση των Μπόξερς (The Boxer Rebellion‎, ή The Boxer Revolution) ήταν εθνικιστική αιματηρή εξέγερση από μέλη της λεγόμενης «Ομάδας της Ηθικής Αρμονίας της Κίνας», ενάντια σε κάθε ξένη και ιδιαίτερα ευρωπαϊκή, ιμπεριαλιστική επιρροή στην Κίνα.
Η εξέγερση διήρκεσε από το Νοέμβριο του 1899 μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου του 1901 και καταπνίγηκε στο αίμα.
Οι επαναστάτες ονομάστηκαν «Μπόξερς» (= πυγμάχοι) από τους Δυτικούς εξαιτίας των πολεμικών τεχνών στις οποίες ασκούνταν στην ύπαιθρο της χώρας.
Στη πραγματικότητα, αυτή η επωνυμία προέκυψε από την απόδοση του εμβλήματος και του μότο των εξεγερμένων «Γροθιές της Δίκαιης Αρμονίας», στα κινεζικά Ι-χο Τσουάν.
Οι Μπόξερς πίστευαν ότι τα φυλαχτά και η γυμναστική τούς έκαναν άτρωτους.
Στερούνταν όμως στρατιωτικών ικανοτήτων, καθώς τους έλειπαν ο στρατιωτικός εξοπλισμός και η οργάνωση.
Ο 19ος αιώνας ήταν μια περίοδος αμοιβαίων απογοητεύσεων για την Κίνα και τη Δύση.
Η Δύση, υπονοώντας πάντα τις τότε ιμπεριαλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις, προσπαθούσε θεμιτά και αθέμιτα να κάνει την Κίνα ν’ ανοιχτεί στο τομέα του εμπορίου, πρώτιστα για την εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων, πλην όμως οι Κινέζοι αντιμετώπιζαν τους Δυτικούς σαν βαρβάρους και τούτο διότι δεν είχαν αισθανθεί καμιά ιδιαίτερη ανάγκη εξωτερικού εμπορίου, αλλά και ούτε πίστεψαν ποτέ ότι είχαν κάτι να διδαχθούν από τους ξένους και ιδιαίτερα από τη Δύση.
Ενώ αρχικά οι πρώτοι έμποροι που έφθασαν από τη Δύση (18ος αιώνας) κρατήθηκαν στις κινεζικές ακτές της Καντώνας και σε απόσταση από τον λαό, προκειμένου να μη μεταδώσουν τη «διαφθορά» τους, άρχισαν συνεχώς να επεκτείνονται.
Έτσι παρά τις τοπικές συγκρούσεις και επεισόδια που ακολούθησαν, η Αυτοκρατορία της Κίνας τελικώς έφθασε στο σημείο να μη μπορεί ν΄ αντισταθεί στις τόσες εμπορικές φιλοδοξίες τους, με συνέπεια ν΄ ακολουθήσει μια σειρά από συνθήκες (η πρώτη το 1842) με συνεχείς παραχωρήσεις, εκτεταμένα πολιτικά και εμπορικά δικαιώματα, ανοίγματα λιμανιών, δικαιώματα εγκαταστάσεων, μέχρι και ετεροδικίας, όπου οι ξένοι υπάγονταν έκαστος μόνο στη δικαιοδοσία της πρεσβείας του.
Όλα αυτά ήταν φυσικό επόμενο να προκαλούν στους Κινέζους μεγάλη δυσφορία.
Μια άλλη επίσης σημαντική αιτία δυσαρέσκειας ήταν οι ξένοι ιεραπόστολοι, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι και καταστρατηγώντας τις διάφορες συνθήκες παροχής δικαιωμάτων άρχισαν «για του Χριστού την πίστη την Αγία», να περιδιαβαίνουν τις πόλεις του εσωτερικού της Κίνας, που ακόμα παρέμεναν κλειστές κοινωνίες, ερχόμενοι σε συνεχείς προστριβές μέχρι και συγκρούσεις, κυρίως με τις τάξεις των συντηρητικών ευγενών που φρόντισαν κατάλληλα να κεντρίζουν τον λαό εναντίον των πρώτων.
Οι δε Κινέζοι προσήλυτοι του Χριστιανισμού, παύοντας να συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή με τις αξίες που είχε διαμορφώσει ο Κομφούκιος, αλλά και διακόπτοντας κάθε οικονομική ενίσχυση πατροπαράδοτων ναών και ιερών, προκαλούσαν το μίσος των συμπατριωτών τους.
Μάλιστα κάποιοι ιεραπόστολοι είχαν φθάσει στο σημείο να παρεμβαίνουν και στις τοπικές κοινωνίες, τις περισσότερες φορές απερίσκεπτα, εγείροντας έτσι στους Κινέζους έντονη δυσφορία και κατά της ίδιας της Αυτοκρατορίας.
Στις αιτίες της εξέγερσης αυτής δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και η ολέθρια για την Κίνα έκβαση του Α’ Σινοϊαπωνικού πολέμου που είχε μόλις προηγηθεί, όπου οι κινεζικές δυνάμεις είχαν υποστεί αποφασιστική ήττα «κατά ξηρά και κατά θάλασσα» από τους Ιάπωνες, τους οποίους μέχρι τότε πατροπαράδοτα περιφρονούσαν (π.χ. επεισόδιο Ναγκασάκι).
Η έκβαση αυτή είχε προκαλέσει στην Κίνα τεράστια εσωτερική κρίση.
Δεν υπήρχε σχεδόν επαρχία της Κινεζικής Αυτοκρατορίας που να μη μαστιζόταν από κοινωνική αναταραχή.
Μία από τις πλέον ταραγμένες περιοχές της περιόδου εκείνης ήταν το Σαντόνγκ, ακριβώς εκεί όπου ξέσπασε και η εξέγερση των Μπόξερς, το 1898.

Η ανατολική επαρχία Σαντόνγκ (που βρίσκεται κατ΄ έναντι της Ιαπωνίας) μαστιζόταν από οικονομική δυσπραγία πριν ακόμα ξεκινήσει ο πόλεμος με την Ιαπωνία.
Μετά δε τον πόλεμο η κατάσταση είχε χειροτερέψει λόγω της εκεί συρροής μεγάλου αριθμού Κινέζων στρατιωτών που είχαν αποστρατευτεί αλλά και προσφύγων από νότιες περιοχές οι οποίες είχαν υποστεί ξηρασίες, πλημμύρες και λιμούς.
Αυτό το πλήθος των εξαθλιωμένων Κινέζων πρόσθετε στην κοινωνία του Σαντούγκ τη μεγαλύτερη οργή και απελπισία.
Στα παραπάνω, κατά ένα παράδοξο τρόπο, το Καλοκαίρι του 1898 ήλθε και προστέθηκε η μεγάλη πλημμύρα του ποταμού Γιανγκ που κατέκλυσε όλη την πεδιάδα του Σαντούγκ και όχι μόνο, δικαιώνοντας την προσωνυμία του ποταμού ως «πληγή της Κίνας».
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση στάθηκε ανίκανη ν΄ αντιμετωπίσει τις πλημμύρες και το κάθε χωριό είχε αφεθεί στην τύχη του.
Η ανικανότητα αυτή ερμηνεύτηκε από τους Κινέζους ως «απώλεια της θεϊκής βούλησης – εντολής προς την αυτοκρατορική δυναστεία για διακυβέρνηση της χώρας.
Έτσι και η καταστροφή αυτή που επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος απετέλεσε λάδι στη φωτιά για ανοικτή πλέον εξέγερση και σύγκρουση. 
 
Η σπίθα όμως της εξέγερσης είχε ήδη ανάψει πάνω στα ορεινά χωριά του Σαντούγκ από τους Μπόξερς από τις αρχές του 1898 με μια ιαχή που διέτρεχε όλη την περιοχή «Γκρεμίστε τους Τσίνγκ (δυναστεία), τσακίστε τους ξένους«.
Έτσι στα τέλη του 19ου αιώνα τα αντιδυτικά αισθήματα στην Κίνα ήταν ασυγκράτητα.
Ενισχύονταν από την ταπείνωση της Κίνας στους πολέμους του οπίου.
Οι δε φήμες για Δυτικούς ιεραπόστολους που απήγαγαν ορφανά Κινεζάκια και η οργή για το σιδηρόδρομο που παραβίαζε το φενγκ σούι χειροτέρευε την κατάσταση.
Το κίνημα των μπόξερς ήταν όχι μόνο αντιδυτικό αλλά και αντιδυναστικό.
Στρεφόταν και κατά της δυναστείας των Τσινγκ την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για την αδυναμία της Κίνας.
Συνεπώς η εξέγερση των Μπόξερς δεν ήταν μια σύγκρουση διαμετρικά αντίθετων πολιτισμών όπως θέλει να αποδέχεται η Δύση άλλα μία καθαρά αντι-ιμπεριαλιστική εξέγερση ενάντια στην πολιτική διείσδυσης που εφάρμοσαν οι Δυτικοί επεμβαίνοντας στην Άπω Ανατολή.

Ξέσπασμα

Όταν οι Μπόξερς εξεγέρθηκαν και άρχισαν να σφαγιάζουν χριστιανούς, η χήρα αυτοκράτειρα Τσισί, που επιθυμούσε ν’ απαλλαγεί η Κίνα από τους ξένους, τους υποστήριξε.
Οι Μπόξερς παραμέρισαν τα αντιαυτοκρατορικά αισθήματα τους και συμμάχησαν με την Αυλή για ν’ απαλλαγούν από τους ξένους.
Την άνοιξη του 1900 οι Μπόξερς ήταν εκτός ελέγχου.
Οι ξένοι διπλωμάτες ζήτησαν ενισχύσεις από την ακτή αλλά εμποδίστηκαν από τους Κινέζους.
Στις 31 Μαΐου επιτράπηκε σε μια διεθνή δύναμη από 340 στρατιώτες να εισέλθει στο Πεκίνο, ενώ μια δύναμη 90 στρατιωτών έφτασε τέσσερεις μέρες αργότερα.
Τον Ιούνιο του 1900 οι Μπόξερς ενισχυμένοι από Κινέζους στρατιώτες άρχισαν να επιτίθενται σε ξένες πρεσβείες.
Οι πρεσβείες των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας βρίσκονταν όλες στο ίδιο μέρος, κοντά στην Απαγορευμένη Πόλη.
Οι πρεσβείες ενώθηκαν και οχυρώθηκαν γρήγορα. Εκεί βρήκαν καταφύγιο οι ξένοι πολίτες στο Πεκίνο.
Οι πρεσβείες της Ισπανίας και του Βελγίου ήταν λίγους δρόμους παρακάτω και το προσωπικό τους πρόλαβε να φτάσει σώο στην οχυρωμένη βάση.
Η γερμανική πρεσβεία στην άλλη μεριά της πόλης καταλήφθηκε προτού η γερμανική πρεσβευτική αποστολή να προλάβει να ξεφύγει.
Όταν ο Γερμανός πρέσβης φον Κέτελερ δολοφονήθηκε στις 20 Ιουνίου, οι ξένες δυνάμεις απαίτησαν επανόρθωση.
Στις 21 Ιουνίου η Κίνα κήρυξε πόλεμο προς όλες τις ξένες δυνάμεις, αλλά αρκετοί τοπικοί διοικητές αρνήθηκαν να συνεργαστούν.

Πολιορκία Πρεσβειών (στο Πεκίνο)

Οι οχυρωμένες πρεσβείες πολιορκήθηκαν από τις 20 Ιουνίου έως τις 14 Αυγούστου.
Διοικητής των πολιορκημένων ήταν ο Βρετανός πρέσβης στην Κίνα Κλωντ Μακ Ντόναλντ.
Η φρουρά των πρεσβειών που αποτελείτο από 507 άντρες κατάφερε να αντέξει ενάντια σε περίπου είκοσι χιλιάδες Κινέζους χάρη στην υπεροχή του εξοπλισμού της.
Η πολιορκία άρθηκε από ένα διεθνές στράτευμα.

Η Οκταεθνής Συμμαχία

Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν τους Μπόξερς.
Η διεθνής δύναμη που στάλθηκε για να βοηθήσει τους ξένους στο Πεκίνο αποτελείτο από 18.000 άντρες υπό τη διοίκηση του Βρετανού στρατηγού Άλφρεντ Γκέιζλι.
Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερε να εισβάλει στο Πεκίνο στις 14 Αυγούστου και να σώσει τους πολιορκημένους ξένους.
Ακολούθησε άγρια λεηλασία από τους στρατιώτες, ιδιαίτερα από τους Γερμανούς, από όπου έμεινε και ο χαρακτηρισμός Ούννοι, όπως τους αποκαλούσαν κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Το πρωτόκολλο των Μπόξερς

Στις 7 Σεπτεμβρίου η Κίνα αναγκάστηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο των Μπόξερς.
Σύμφωνα με αυτό η Κίνα έπρεπε να καταβάλει πολεμική αποζημίωση στις ξένες δυνάμεις.
Έπρεπε επίσης να εκτελεστούν κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ευγενείς οι οποίοι είχαν υποστηρίξει τους Μπόξερς.
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης 48 καθολικοί ιεραπόστολοι και 18.000 Κινέζοι καθολικοί δολοφονήθηκαν.
Δολοφονήθηκαν επίσης 222 Κινέζοι ορθόδοξοι, 182 προτεστάντες ιεραπόστολοι και 500 Κινέζοι προτεστάντες.
Η διεθνής δύναμη έχασε περίπου 250 άντρες ενώ οι κινέζικες απώλειες ήταν τεράστιες.
Με την εξέγερση των Μπόξερς η Κίνα συνειδητοποίησε τη γενικότερη αδυναμία της και ότι έπρεπε να εκσυγχρονιστεί.
Η αυτοκρατορική δύναμη εξασθένησε και άλλο ενώ φούντωσαν τα αισθήματα ενάντια στη δυναστεία των Τσινγκ, η οποία εκδιώχθηκε τελικά το 1911.


Η Εξέγερση των Μποξέρς έχει παρουσιαστεί ή αναφερθεί σε διάφορα μέσα ψυχαγωγίας.

Η αμερικανική δραματική ταινία του Νίκολας Ρέι 55 μέρες στο Πεκίνο (55 Days at Peking, 1963) με τους Τσάρλτον Ίστον, Άβα Γκάρντνερ και Ντέιβιντ Νίβεν, εξελίσσεται κατά τη χρονική περίοδο της Εξέγερσης.

Στα 1900, η μικρή φρουρά που προστάτευε τις πρεσβείες των παγκοσμίων δυνάμεων στο Πεκίνο, δέχεται την ξαφνική επίθεση Κινέζων φανατικών, που υποστηρίζονται από τα στρατεύματα της αυτοκράτειρας Μαντσού.
Σκοπός τους είναι να διώξουν από τη χώρα τους τις δυτικές επιρροές και ιδέες.
Η φρουρά ανθίσταται στα συνεχή πυρά για 55 ημέρες, ώσπου τελικά καταθάνουν για βοήθεια οι συμμαχικές δυνάμεις
Ο ταγματάρχης Ματ Λούις, ο υπολοχαγός Άντι Μάρσαλ, ο λοχίας Χάρι κι ένα απόσπασμα πεζοναυτών φτάνουν στο Πεκίνο για να προστατεύσουν την αμερικανική πρεσβεία μετά την εξέγερση Μπόξερ, που απειλεί όλους τους ξένους που διαμένουν εκεί.
Ο ταγματάρχης Λούις γνωρίζεται με τη βαρόνη Ναταλί Ιβάνοφ όταν ο Ρώσος πρέσβης στο Πεκίνο, Σεργκέι Ιβάνοφ, που τυχαίνει να είναι γαμπρός της, ανακαλεί την άδεια παραμονής της στη χώρα.
 Ο Σεργκέι Ιβάνοφ κάνει τ’ αδύνατα δυνατά για να την αναγκάσει να του δώσει ένα ανεκτίμητο περιδέραιο που κληρονόμησε από τον σύζυγό της και που είναι οικογενειακό κειμήλιο της οικογένειας Ιβάνοφ.
Ο Ματ κι η Ναταλί αισθάνονται αμέσως μια έντονη έλξη.
Ο Ματ τη συνοδεύει στο χορό της βρετανικής πρεσβείας για τα γενέθλια της βασίλισσας Βικτωρίας, όπου η σύζυγος του βρετανού πρέσβη τής υπόσχεται να κάνει ό,τι μπορεί για να την φυγαδεύσει με ασφάλεια.
 Όμως, τα σχέδιά τους αλλάζουν όταν δολοφονείται ο Γερμανός πρέσβης και η αυτοκράτειρα στέλνει διακήρυξη πολέμου σ’ όλες τις πρεσβείες...

55 Days at Peking (1963)


55 Days at Peking (1963)








Η Εξέγερση αναφέρεται στο βιντεοπαιχνίδι BioShock Infinite.
Πηγές
  • «Κίνα. Ιστορία: Το κίνημα των Μπόξερς». Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Ζ΄. Αθήνα: Ελευθερουδάκης. 1929, σελ. 623.
  • Χαλάτσης, Ξενοφών (2009). Η εξέγερση των Μπόξερ 1899-1901. Αθήνα: Περισκόπιο. ISBN 960-6740-87-0.


 

www.timesnews.gr

Γενοκτονία ειναι η συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.

Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά

ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας

φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με

διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής.

«Πανδημία»: Η προειδοποίηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων για τον Αφανισμό της Ανθρωπότητας;

«Πανδημία»: Η προειδοποίηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων για τον Αφανισμό της Ανθρωπότητας;   Ανατριχιαστικό..     Ιστοσελίδα με την υποστήριξη...