Ομοιοτητες των Ταιπινγκ και του ISIS και το πιθανο κοινο τους Μελλον
Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850 – 1864) ήταν ένας μεγάλου εύρους εμφύλιος πόλεμος στη νότια Κίνα, μεταξύ της κυρίαρχης δυναστείας των Τσινγκ και του ριζοσπαστικού θρησκευτικού κινήματος των Ταϊπίνγκ.
Οι Ταϊπίνγκ ήταν ένα χιλιαστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Χονγκ Ξιουκουάν, ο οποίος διεμήνυε πως είχε οράματα στα οποία τού φανερώθηκε πως ήταν ο νεότερος αδερφός του Ιησού Χριστού.
Ως συντηρητική εκτίμηση, τουλάχιστον 20 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, κυρίως πολίτες, ενώ είναι πιθανό οι αριθμοί των θυμάτων να είναι αρκετά μεγαλύτεροι, σε μια από τις πιο θανατηφόρες στρατιωτικές συγκρούσεις της ιστορίας.
Ο Χονγκ εγκαθίδρυσε το Ουράνιο Βασίλειο των Ταϊπίνγκ, με την πρωτεύουσα να βρίσκεται στο Ναντσίνγκ.
Ο στρατός του Βασιλείου ήλεγξε μεγάλα μέρη της νότιας Κίνας, και στο απόγειο της δύναμής του είχε υπό τον έλεγχο του περίπου 30 εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι επαναστατικές διακηρύξεις περιελάμβαναν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως την από κοινού ιδιοκτησία αγαθών, ισότητα των φύλων, και την αντικατάσταση του Κομφουκιανισμού, Βουδισμού, και κινέζικων παραδοσιακών θρησκειών με τη δική τους μορφή Χριστιανισμού.
Λόγω της άρνησής τους να πλέκουν τα μαλλιά τους σε κοτσίδα σύμφωνα με τα έθιμα των Μαντσού της εποχής, τα μέλη των Ταϊπίνγκ αποκαλούνταν ως «μακρυμάλληδες» από την κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία αντιμαχόταν τους στρατούς των Ταϊπίνγκ κατά την εξέγερση.
Η κυβέρνηση των Τσινγκ τελικά κατάφερε να κατατροπώσει τους επαναστάτες με την βοήθεια γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων.
Στον 20ο αιώνα, ο Σουν Γιατ-Σεν, ιδρυτής του Κινέζικου Εθνικιστικού Κόμματος, βρήκε το κίνημα των Ταϊπίνγκ ως πηγή έμπνευσης, ενώ ο κομμουνιστής επαναστάτης και μετέπειτα ηγέτης της Κίνας Μάο Τσετούνγκ, δόξασε τους επαναστάτες των Ταϊπίνγκ ως πρώιμους ηρωικούς αγωνιστές ενάντια σε ένα διεφθαρμένο φεουδαρχικό σύστημα.
Η Κίνα της δυναστείας των Τσινγκ στα μέσα του 19ου αιώνα, υπέφερε από μια σειρά από φυσικές καταστροφές, οικονομικά προβλήματα, και ήττες από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, συγκεκριμένα την ταπεινωτική ήττα από το Ηνωμένο Βασίλειο στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου.
Η κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία ήταν στελεχωμένη με μέλη της φυλής των Μαντσού, θεωρείτο από μεγάλο μέρος του κινεζικού -κυρίως Κινέζοι Χαν- πληθυσμού, ως ένα αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο καθεστώς.
Η αίσθηση αυτή κυριαρχούσε κυρίως στον Νότο, ανάμεσα στις εργαζόμενες ομάδες, τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και τους μη προνομιούχους, οι οποίοι ήταν και αυτοί που έτρεξαν να συσπειρωθούν υπό τον χαρισματικό ηγέτη Χονγκ Ξιουκουάν, ένας μέλος της κοινότητας των Χάκα, οι οποίοι φυλετικά ήταν μια ομάδα των Χαν της νότιας Κίνας, με παλαιά καταγωγή από τη δυναστεία Τσιν.
Το 1836, σε ηλικία 22 ετών, ο Χονγκ ταξίδεψε στην επαρχιακή πρωτεύουσα Γουανγκτζού για να δώσει εξετάσεις. Δοκίμασε την τύχη τους στις εξετάσεις τρεις φορές χωρίς επιτυχία και στο τέλος, εγκατέλειψε την προσπάθεια και έγινε ο δάσκαλος του χωριού.
Κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Γουανγκτζού είχε ακούσει το κήρυγμα ενός χριστιανού ιεραποστόλου και διαβάσε χριστιανικές μπροσούρες στα κινέζικα.
Έτσι το 1837, ο Χονγκ Ξιουκουάν, έχοντας αποτύχει πολλαπλές φορές να περάσει τις εξετάσεις για εισαγωγή στο ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της αυτοκρατορικής Κίνας, θα έμενε οριστικά εκτός της ελίτ των πνευματικά διανοουμένων.
Ο Χονγκ αρρώστησε και πέρασε αρκετό καιρό κατάκοιτος στο κρεβάτι, και όταν συνήλθε, είχε αναπτύξει μια νέα προσωπικότητα.
Συγκεκριμένα το 1837, μετά από την δεύτερη αποτυχία του στις εξετάσεις, ο Χονγκ έπαθε νευρικό κλονισμό. Κατά την ανάρρωσή του, είχε διάφορες μυστικιστικές εμπειρίες και οράματα στα οποία έβλεπε δύο σιλουέτες, αυτόν που αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν ο Ιεχωβάς, ο Ουράνιος Πατέρας του και ο άλλος ήταν ο αδελφός του, Ιησούς Χριστός.
Του έλεγαν να καθαρίσει την Κίνα από τη “δαιμονολατρία”, δηλαδή από τις κυριότερες θρησκείες, τον Βουδισμό την προγονολατρία του Κομφουκισμού και τον Ταοϊσμό.
Οι γνωσεις για τον Χριστιανισμό όμως ήταν λίγες, μέχρι που μαθήτευσε κοντά στον Αμερικάνο Βαπτιστή πάστορα Ίσαχαρ Ρόμπερτς στο Γκουαντόνγκ δέκα χρόνια μετά.
Παρόλα αυτά, η ερμηνεία της χριστιανικής διδασκαλίας από τον Χονγκ ήταν τόσο ανορθόδοξη ώστε ο Ρόμπερτς αρνήθηκε να τον βαπτίσει.
Ο ξάδερφός του Λι Τσινγκ-φανγκ, παρατήρησε το φυλλάδιο που ο Χονγκ είχε λάβει από έναν προτεστάντη Χριστιανό ιεραπόστολο το 1836, μετά από μια από τις αποτυχημένες εξετάσεις του, να είναι τοποθετημένο σε μια βιβλιοθήκη στο σπίτι του Χονγκ. Αφότου το διάβασε, ο Λι πρότεινε στον Χονγκ να διαβάσει το υλικό.
Διαβάζοντας το με τη σειρά του και ο Χονγκ, υποστήριξε πως η αρρώστια που πέρασε μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις, ήταν στην πραγματικότητα ένα όραμα στο οποίο τού φανερώθηκε πως είναι ο μικρός αδερφός του Ιησού Χριστού, και στάλθηκε ειδικά για να ξεφορτωθεί τους «διαβόλους» στην Κίνα, στους οποίους περιλαμβάνονταν η διεφθαρμένη δυναστεία των Τσινγκ Μαντσού, καθώς και οι διδαχές του Κομφούκιου.
Μετά το όραμα αυτό, ένιωσε πως ήταν το καθήκον του να διαδώσει την ερμηνεία του Χριστιανισμού και να ανατρέψει την κυριαρχία των Μαντσού. Ο συνεργάτης τού Χονγκ, ο Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ένας πρώην έμπορος ξυλείας από το Γκουανγκσί, υποστήριξε ακολούθως πως ήταν η ‘Φωνή του Θεού’, έτσι ώστε να καθοδηγήσει τους ανθρώπους και να αποκτήσει πολιτική δύναμη.
Ο Αμερικανός Βαπτιστής ιεραπόστολος Ισσαχάρ Γιάκοξ Ρόμπερτς, ανέλαβε το πόστο του δασκάλου και συμβούλου στον Χονγκ.
Ο Χονγκ περίμενε μέχρι το 1844 για να ενεργήσει με βάση την αποκάλυψη που βίωσε. Ξεκίνησε “καθαρίζοντας” το σπίτι του από τους “δαίμονες”: καίγοντας όλα τα βιβλία του για τον Κομφουκιανισμό και τον Βουδισμό και ενθαρρύνοντας τους συγγενείς του να κάνουν το ίδιο.
Όταν οι εικονοκλαστικές δραστηριότητες του Χονγκ επεκτάθηκαν στον ναό του χωριού, οι αρχές κινήθηκαν εναντίον του και αυτός και οι συγγενείς του υποχρεώθηκαν να διαφύγουν πεζή στη γειτονική επαρχία του Γκουανξί όπου κατοικούσε μια μεγάλη κοινότητα Χάκα.
Εκεί ήταν που ξεκίνησε πραγματικά η αποστολή του και ανέπτυξε ένα κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα το οποίο αποτέλεσε το σχέδιο για το μεταγενέστερο Ουράνιο Βασίλειο της Μεγάλης Γαλήνης (Ταϊπίνγκ), το οποίο συνδύαζε ψευτο-χριστιανικές δοξασίες με κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές κοινοκτημοσύνης.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα ήταν κοινά, η κοινωνία θα γινόταν αταξική και στις γυναίκες θα δινόταν πλήρης ισότητα με τους άνδρες, αν και τα δύο φύλα έπρεπε να είναι τελείως διαχωρισμένα και ακόμη και τα παντρεμένα ζευγάρια να ζουν χωριστά.
Απαγόρευσε τις διάφορες πρακτικές των τσινγκ, όπως η πολυγαμία, το δέσιμο των ποδιών και η παραδοσιακή κόμμωση με ουρά, ενώ απαγόρευσε επίσης το κάπνισμα του οπίου, την πορνεία και τη χαρτοπαιξία.
Στην πράξη πάντως, η εξουσία της “Ουράνιας Γαλήνης” ήταν αυταρχική, στρατοκρατική και διεφθαρμένη και οι ηγέτες ή “βασιλείς” των Ταϊπίνγκ δε ζούσαν σύμφωνα με τον αυστηρό ηθικό κώδικα που επέβαλλαν στους υπηκόους τους.
Η δύναμη της σέχτας μεγάλωσε στα τέλη του 1840, αρχικά με την υποταγή ομάδων ληστών και πειρατών. Η απόπειρα καταστολής από τις αρχές του κράτους, μετέτρεψε την ομάδα σε επαναστατικό κίνημα, και κατόπιν σε ένα γεωγραφικά ευρύ, αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Αρχικά η κυβέρνηση των Τσινγκ, ταλανιζόμενη από άλλα προβλήματα, αρχικά αγνόησε το κίνημα των Ταϊπίνγκ. Το 1850 όμως, οι αρχές έστειλαν μια μικρή δύναμη που απαίτησε την παράδοση του Χονγκ, αλλά αυτός τους νίκησε εύκολα και σκότωσε τον στρατηγό της.
Η γενικευμένη εξέγερση αρχικά ξεκίνησε στην επαρχία Γκουανγκσί. Στις αρχές του 1851, μετά από μια μικρή σύρραξη που έληξε με νίκη των επαναστατών, ένας στρατός 10.000 επαναστατών κατατρόπωσε τις κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη Γκουϊπίνγκ.
Στην συνέχεια, οι Τσινγκ εξαπέλυσαν μια επίθεση με πλήρεις δυνάμεις, η οποία αποκρούστηκε μετά από σκληρές μάχες και μεγάλες απώλειες και στις δύο πλευρές.
Κατόπιν οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ αντιστάθηκαν επιτιχώς στην αυτοκρατορική αντεπίθεση και τα κέρδη από τους πολέμους του οπίου μεγάλωσαν το κίνημα των επαναστατών.
Μην έχοντας να χάσει τίποτε, ο Χονγκ κήρυξε την ίδρυση του Ουράνιου Βασιλείου των Ταϊπίνγκ το 1851. Κατέλαβε τη σημαντική πόλη του Νανζίνγκ το 1853, κατασφάζοντας την αυτοκρατορική φρουρά που αποτελούνταν από 30.000 άνδρες και πολλές χιλιάδες αμάχων. Άλλαξε το όνομα της πόλης σε Τιανζίνγκ (Ουράνια Πρωτεύουσα).
Αφού εγκαταστάθηκε στο Ουράνιο Παλάτι του, ο Χονκ αποσύρθηκε από την καθημερινότητα της διοίκησης του βασιλείου προτιμώντας τον ρόλο του ηγεμόνα και του θρησκευτικού προφήτη και εκδίδοντας μια σειρά θρησκευτικών διαταγμάτων και ηθικών κωδίκων.
Άφησε τα κοσμικά ζητήματα να τα χειρίζονται κατώτεροι “βασιλείς” και “πρίγκιπες”, πράγμα που οδήγησε σε εσωτερικές έχθρες και δολοφονίες μεταξύ των ανταγωνιστών ηγετών των Ταϊπίνγκ.
Κυβερνούσε αποκλειστικά με γραπτές διακηρύξεις οι οποίες συχνά ήταν θρησκευτικού περιεχομένου.
Ο Χονγκ διαφωνούσε σε θέματα πολιτικής με τον Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ο οποίος είχε τον ρόλο της «Φωνής του Θεού» , και γινόταν όλο και πιο καχύποπτος σχετικά με τις φιλοδοξίες του Γιανγκ, το εκτεταμένο δίκτυο των κατασκόπων του, και τις διακηρύξεις του όταν » «μιλούσε ως ο Θεός»‘.
Έτσι το 1856, ο Γιανγκ και η οικογένεια του εκτελέστηκαν από τους ακολούθους του Χονγκ, και ακολούθησε το μέρος του στρατεύματος το οποίο ήταν πιστό στον Γιανγκ.
Με τον Χονγκ να απέχει από τα κοινά, οι εκπρόσωποι των Ταϊπίνγκ προσπάθησαν να αυξήσουν την αποδοχή του κινήματος και να επεκταθούν στην μεσαία κοινωνική τάξη της Κίνας, καθώς και να συνάψουν συμμαχίες με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά απέτυχαν και στις δύο περιπτώσεις.
Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παραμείνουν ουδέτεροι, ενώ εντός της Κίνας η εξέγερση αντιμετώπιζε αντίσταση από τις κινεζικές παραδοσιακές μεσαίες τάξεις, λόγω της εχθρότητας των επαναστατών στα κινέζικα έθιμα και τις αξίες του Κομφουκιανισμού.
Όσο για τους γαιοκτήμονες της άνω τάξης, απεχθάνονταν τους άξεστους τρόπους συμπεριφοράς των Ταϊπίνγκ και κυρίως την πολιτική τους για ισότητα των τάξεων και των φύλων, και έτσι έκλιναν στην πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων.
Το 1859 ο Χονγκ Ρενγκάν, ένας ξάδερφος του Χονγκ Ξιουκουάν, κατετάγη στις δυνάμεις των Ταϊπίνγκ στη Ναντσίνγκ και ο Ξιουκουάν τού έδωσε σημαντική εξουσία. Ο Ρενγκάν, ανέπτυξε ένα φιλόδοξο σχέδιο να επεκτείνει τα όρια του «Ουράνιου Βασιλείου».
Το 1860 οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ κατάφεραν να πάρουν τις πόλεις Χανγκτσόου και Σουτσόου στην ανατολή, αλλά απέτυχαν να πάρουν τη Σαγκάη, κάτι που αποτέλεσε την αφετηρία της παρακμής τους.
Η απόπειρα κατάληψης της Σαγκάης τον Αύγουστο του 1860 απωθήθηκε από τις δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, οι οποίες ήταν υπό την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν πλέον συμμαχήσει με τη δυναστεία των Τσινγκ. Μια μικτή ευρω-κινεζική δύναμη απέκρουσε την πρώτη επίθεση των Ταϊπίνγκ, (Ουράνιο Βασίλειο).
Οι εκπαιδευμένες από Ευρωπαίους δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα των επαναστατών των Ταϊπίνγκ, και μερικά χρόνια αργότερα, έως τις αρχές του 1864, ο αυτοκρατορικός έλεγχος στις περισσότερες περιοχές είχε επανακτηθεί.
Μετά από αυτό, οι Τσινγκ υποστηριζόμενοι από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι. Ύστερα από διαδοχικές μάχες έφτασαν στην Τιανζίνγκ το 1864.
Ο Χονγκ Ξιουκουάν διακήρυξε πως ο Θεός θα προστατεύσει τη Ναντσίνγκ, πρωτεύουσα των Ταϊπίνγκ, αλλά τον Ιούνιο του 1864, με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις των Τσινγκ να πλησιάζουν, πέθανε από τροφική δηλητηρίαση μετά από κατανάλωση αγριόχορτων όταν η πόλη είχε πλέον πρόβλημα έλλειψης τροφής.
Παρέμεινε άρρωστος για 20 μέρες πριν καταλήξει, και λίγες μέρες μετά τον θάνατό του οι δυνάμεις των Τσινγκ κατέλαβαν την πόλη. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο πρώην αυτοκρατορικό παλάτι των Μινγκ, και κατόπιν εκταφιάστηκε για να βεβαιωθεί η ταυτότητα και ο θάνατός του, και στο τέλος το σώμα του κάηκε στην πυρά.
Τέλος, οι στάχτες του Χονγκ που απέμειναν, τοποθετήθηκαν σε ένα κανόνι και πυροδοτήθηκαν έτσι ώστε τα απομεινάρια του να διασκορπιστούν και να μη βρει ποτέ γαλήνη και ηρεμία στην «Άλλη Ζωή», ως αιώνια τιμωρία για την εξέγερση που προκάλεσε.
Αν και η πτώση της Ναντσίνγκ το 1864 έφερε την πτώση του καθεστώτος των Ταϊπίνγκ, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Απέμεναν ακόμα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύματα των επαναστατών που συνέχισαν να μάχονται, με περισσότερους από 250.000 επαναστάτες να βρίσκονται μόνο στις μεθοριακές περιοχές των επαρχιών Τζιανγκξί και Φουτζιάν, πέρα από τις υπόλοιπες.
Το όνειρο της ισοπολιτείας στο Βασίλειο της Ουράνιας Γαλήνης πνίγηκε μέσα στο αίμα, καθώς τα επόμενα δέκα χρόνια οι επιζώντες Ταϊπίνγκ κυνηγήθηκαν και εκτελέστηκαν.
Δεν ήταν παρά μόνο τον Αύγουστο του 1871, οπότε ο τελευταίος οργανωμένος στρατός των Ταϊπίνγκ κατατροπώθηκε ολοκληρωτικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη μεθοριακή περιοχή των επαρχιών Χουνάν, Γκουεϊτζόου, και Γκουανγκσί.
Νωρίτερα το 1865, ο Λίου Γιονγκφού δημιούργησε μια δική του ανεξάρτητη ομάδα από δυνάμεις των Ταϊπίνγκ την οποία ονόμασε ο Στρατός της Μαύρης Σημαίας, και κατέφυγε στο Βιετνάμ, στο Βασίλειο του Ανάμ, όπου και οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν τους Γάλλους. Μετά από αρκετά χρόνια, ηγήθηκε της πρόσκαιρης Δημοκρατίας της Φορμόζα (5 Ιουνίου – 21 Οκτωβρίου 1895) πριν εξολοθρευτεί ολοκληρωτικά.
Άλλες «Συμμορίες της Σημαίας», οι οποίες είχαν εξοπλιστεί με σύγχρονο οπλισμό, διαχωρίστηκαν σε ομάδες κλεφτών οι οποίες λεηλατούσαν τα απομεινάρια του Βασιλείου του Λαν Ξανγκ (πρόγονο του κράτους του Λάος), και έμειναν ενεργές ώς και το 1890, οπότε και η τελευταία από αυτές τις ομάδες διαλύθηκε.
Τα θύματά τους, μη γνωρίζοντας από πού ήρθαν αυτές οι ομάδες, και καθώς λεηλατούσαν τους βουδιστικούς ναούς, θεώρησαν πως πρόκειται για Κινέζους μουσουλμάνους Χάου από την επαρχία Γιουνάν, κάτι που οδήγησε σε πολέμους εναντίον τους.
Χωρίς να υπάρχουν
αξιόπιστα δημογραφικά στοιχεία την
εποχή εκείνη, οι εκτιμήσεις βασίζονται
σε υποθέσεις, αλλά
οι πηγές που θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες
και με τις περισσότερες αναφορές, κάνουν
λόγο για περίπου 20 με 30 εκατομμύρια
θανάτους πολιτών και στρατιωτών στα
15 χρόνια του πολέμου,
ενώ
υπάρχουν πηγές που εκτιμούν έως και
100.000.000 νεκρούς.
Οι περισσότεροι θάνατοι αποδίδονται στις αρρώστιες και έλλειψη τροφής. Μετά την τρίτη μάχη της Ναντσίνγκ το 1864, περισσότεροι από 100.000 πέθαναν μέσα σε τρείς ημέρες.
Σε παλαιότερες εποχές, ο Χονγκ μπορεί να είχε καταφέρει να ανατρέψει τους Τσινγκ και να εγκαθιδρύσει μια νέα δυναστεία. Εκείνο τον καιρό όμως, οι ξένες δυνάμεις υποστήριξαν το καθεστώς επειδή προτιμούσαν μια διεφθαρμένη και ανίσχυρη κυβέρνηση από τους ριζοσπάστες και απρόβλεπτους Ταϊπίνγκ.
Η δυναστεία των Τσινγκ παρέμεινε στην εξουσία για ακόμη 58 χρόνια μέχρι που ανατράπηκε από τη δημοκρατική επανάσταση του 1912.
Στην εποχή μας εμφανίστηκε μία παρόμοια οργάνωση και προσωπικότητα με αυτή του στρατού-σέχτας και του ηγέτη των Ταϊπίνγκ,
το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS).
Το Ισλαμικό Κράτος (αραβικά:الدولة الإسلامية, αντ-νταουλάτ αλ-ισλαμίγια), αρχικά γνωστό ως Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ο όρος «Λεβάντε» αναφέρεται επίσης ως «Ανατολής», «Συρίας» ή «Αλ-Σαμ») είναι μία ενεργή τζιχαντιστική τρομοκρατική οργάνωση του Ιράκ και της Συρίας.
Στις 29 Ιουνίου 2014 ανακήρυξε μονομερώς την ίδρυση χαλιφάτου, σε μια έκταση που περιέχει περιοχές της Συρίας και του Ιράκ, ορίζοντας στην θέση του «χαλίφη» και «ηγέτη των απανταχού μουσουλμάνων» τον επικεφαλής της,
Αμπού
Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι
(γνωστό
έκτοτε ως «Χαλίφης Ιμπραήμ»).
Η ίδρυση της οργάνωσης φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του πολέμου του Ιράκ, ενώ ανέπτυξε δεσμούς με την Αλ Κάιντα. Αργότερα η οργάνωση εμπλέχτηκε και στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η κεντρική διοίκηση της Αλ Κάιντα, τον Φεβρουάριο του 2014, αποκήρυξε την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Ανατολής, εξαιτίας της σύγκρουσης της τελευταίας με την Αλ Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα στην Συρία.
Η σύνθεση των μελών της προέρχεται από πολλές παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως την Αλ Κάιντα του Ιράκ, το Συμβούλιο της Σούρα των Μουτζαχεντίν και άλλες. Αυτά τα μέλη πρεσβεύουν στην πλειοψηφία τους το Χαριτζιτικό Ισλάμ.
Τον Νοέμβριο του 2014, το Ισλαμικό Κράτος ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει τα πρώτα του νομίσματα, τα οποία θα είναι κέρματα (χάλκινα, ασημένια και χρυσά). Μάλιστα, αναφέρεται ότι θα είναι παρόμοια με νομίσματα του 7ου αιώνα μ.Χ. Το νόμισμα ξεκίνησε να κόβεται στα τέλη του Αυγούστου του 2015 και ονομάζεται «Χρυσό δηνάριο».
Στις 13 Νοεμβρίου του 2014, ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ο χαλίφης του κράτους, μέσω ηχογραφημένου μηνύματος ανακοίνωσε ότι κήρυξε τον πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία.
Στις 6 Ιανουαρίου του 2015, το Ισλαμικό Κράτος κήρυξε, επίσημα πλέον, πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία, εφ’ όσον έκανε την πρώτη επίθεση εναντίον της χώρας.
Τον Αύγουστο του 2014, η οργάνωση Ανσάρ αλ-Σαρία, η οποία ελέγχει τις πόλεις Ντέρνα και Βεγγάζη, ορκίστηκε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος, με συνέπεια οι κατακτήσεις της οργάνωσης να εντάσσονται στα εδάφη του Ισλαμικού Κράτους.
Επίσης, στις 11 Ιανουαρίου του 2015, οι Ταλιμπάν ορκίστηκαν πίστη στο Ισλαμικό Κράτος. Μάλιστα για να αποδείξουν την αφοσίωσή τους στο Ισλαμικό Κράτος, αποκεφάλισαν έναν στρατιώτη του Πακιστάν που κρατούσαν αιχμάλωτο.
Τον Μάρτιο του 2015, η οργάνωση Μπόκο Χαράμ, η οποία ελέγχει πόλεις στη Νιγηρία, ορκίστηκε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος. Το Ισλαμικό Κράτος έχει καταστρέψει αρχαία μνημεία που χτίστηκαν ανάμεσα στο 1200 π.Χ μέχρι το 600 π.Χ.
Το Ισλαμικό Κράτος είναι μια εξτρεμιστική ομάδα που ακολουθεί τη σκληρή ιδεολογική γραμμή της Αλ Κάιντα και είναι οπαδός των παγκόσμιων αρχών της τζιχάντ.
Ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι (28 Ιουλίου 1971) είναι ο χαλίφης του Ισλαμικού Κράτους, ενός κράτους που δεν έχει αναγνώριση διεθνώς, ενώ έχει καταλάβει με τη βία εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.
Από τις 4 Οκτωβρίου 2011 οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν κατατάξει τον αλ-Μπαγκντάντι στη λίστα της διεθνούς τρομοκρατίας, ενώ μάλιστα έχει ανακοινωθεί και η αμοιβή των 10 εκατομμυρίων δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία οδηγεί στην αιχμαλωσία του ή το θάνατό του.
Στις αρχές Ιουλίου 2014, με ένα ηχογραφημένο μήνυμα, ο αλ-Μπαγκντάντι ανακοίνωσε ότι σκοπός του είναι το κράτος του να φτάσει από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ρώμη και την Ισπανία και κάλεσε τους Μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο να εποικίσουν στο νέο κράτος.
Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος που οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν κατατάξει Νο1 στη λίστα της διεθνούς τρομοκρατίας από τις 4 Οκτωβρίου 2011 και έχει επικηρυχθεί έναντι 10 εκατομμυρίων δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία οδηγούσε στην αιχμαλωσία ή το θάνατό του;
Ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1971 στην πόλη Σαμάρα του Ιράκ ως Ιμπραήμ Αλί Μωάμεθ Αουάντ αλ Μπαντρί αλ Σαμαράι.
Για τα παιδικά του χρόνια ή την οικογενειακή του κατάσταση δεν ξέρουμε το παραμικρό εκτός του ότι από παιδί παρακολουθούσε το κατηχητικό στο τοπικό τζαμί και προοριζόταν να γίνει ιμάμης.
Αραβικές μελέτες τον θέλουν να προέρχεται από θρησκευτική οικογένεια ιερέων, ακαδημαϊκών και δασκάλων της αραβικής γλώσσας, αν και αυτές οι πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν.
Σύμφωνα με αναφορές που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, οι συμμαθητές του στο τζαμί τον περιγράφουν ως ένα συνεσταλμένο παιδί που ήταν ταγμένο στη θρησκευτική μελέτη και την ειρήνη, καθώς τίποτα δεν μισούσε περισσότερο ο Μπαγκνταντί περισσότερο από τη βία.
Μέχρι το 2004, ζούσε σε ένα δωματιάκι δίπλα από το τζαμί προαστίου της Βαγδάτης, μελετώντας νυχθημερόν τον λόγο του Θεού. Μοναδικό διάλειμμα φαινόταν να είναι η ώρα του ποδοσφαίρου, με τον νεαρό Αμπού να είναι ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας του τζαμιού.
Προσπάθησε να δώσει εξετάσεις για εισαγωγή στην ανώτερη στρατιωτική ακαδημία της χώρας, αλλά απέτυχε σε αυτές (και λόγω της μυωπίας του). Αυτό το γεγονός λέγεται πως του επέφερε μία έντονη κατάθλιψη, η οποία τον επηρέασε σοβαρά.
Τον Ιούλιο του 2013 ο Μπαγκνταντί ήταν πια κάτοχος διδακτορικού τίτλου στις ισλαμικές σπουδές από το Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, έχοντας ήδη πάρει πτυχίο και μεταπτυχιακό από το ίδιο πανεπιστήμιο. Πέρα από ακαδημαϊκός, ο Αμπού ήταν τώρα και θρησκευτικός δάσκαλος του Ισλάμ, διδάσκοντας το Κοράνι στις νεότερες γενιές.
Σύμφωνα με τις σχετικές ακαδημαϊκές πηγές, ο πολυμαθής Μπαγκνταντί θεωρείται αυθεντία στη Σαρία και λογίζεται φωτισμένος κήρυκας αλλά και μεγάλος παιδαγωγός του ισλαμικού πολιτισμού, πριν αναλάβει βέβαια τον νέο ρόλο του ως Νο 1 κίνδυνος της πλάσης.
Είναι επίσης γνωστό ότι ο δρ Ιμπραήμ Αουάντ ήταν άλλοτε από τις πιο προβεβλημένες προσωπικότητες του ισλαμικού κόσμου της Βαγδάτης, ταγμένος μελετητής των ισλαμικών Γραφών και μεγάλος θεωρητικός του Κορανιού.
Την πρώτη του εξτρεμιστική δράση φαίνεται να αναλαμβάνει ο ακραίος σήμερα τζιχαντιστής το 2003, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στην πατρίδα του, το Ιράκ. Εκείνη την εποχή φέρεται να είναι ακόμα κληρικός σε τζαμί προαστίου της Βαγδάτης, ενώ δεν αποκλείεται καθόλου να ήταν ήδη ενταγμένος σε παραστρατιωτική τζιχαντιστική σέχτα από την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν ακόμα.
Μετά την αμερικανική επίθεση του 2003 πάντως και την κατοχή, ο Μπαγκντάντι μετατρέπεται σε επαναστάτη πλήρους απασχόλησης, ιδρύοντας με άλλους εξτρεμιστές μια τοπικής δράσης οργάνωση μουτζαχεντίν.
Το 2006 η ακραία σουνιτική ομάδα με τα αρχικά JJASJ εντάσσεται στο «κεντρικό γραφείο» του Συμβουλίου των ιρανικών Μουτζαχεντίν (MSC), όπου αναλαμβάνει υψηλόβαθμο ρόλο. Το MSC είναι που θα δώσει προοδευτικά τη θέση του στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ (ISI), με τον Μπαγκντάντι να υπηρετεί πια στην κεντρική επιτροπή του.
Στην ριζοσπαστικοποίηση της σκέψης του βλέπουν πολλοί αναλυτές να ευθύνεται η περίοδος φυλάκισής του στο αμερικανικό κέντρο κράτησης του Ιράκ Camp Bucca. Ο Μπαγκντάντι έπεσε στα χέρια των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής τον Φεβρουάριο του 2004 κοντά στη Φαλούτζα και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Bucca, όπου έμεινε μέχρι το 2009 (εκεί λέγεται ότι στρατολογήθηκε από τις ΗΠΑ για να χρησιμοποιηθεί για τον πόλεμο που ετοίμαζαν στην Συρία.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Μπαγκντάντι φιγουράρει πια ως ένας από τους αρχηγούς της αλ Κάιντα του Ιράκ, καθώς το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ δεν ήταν παρά το τοπικό όνομα του ιρακινού βραχίονα της αλ Κάιντα. Ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι γίνεται αρχηγός της τζιχαντιστικής οργάνωσης στις 16 Μαΐου 2010, μετά τον θάνατο δηλαδή του Αμπού Ομάρ αλ Μπαγκντάντι
(http://www.naftemporiki.gr/story/1032174/pos-gennithike-kai-gigantothike-to-islamiko-kratos,
http://www.respublica.gr/2015/11/column/what-isis-really-wants/,
http://www.huffingtonpost.gr/2014/12/31/islamiko-kratos_n_6395112.html).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις δυτικών μυστικών υπηρεσιών και ειδικών αναλυτών η οργάνωσή του διαθέτει 10.000 έως 12.000 μέλη μεταξύ των ακραίων σουνιτών της Συρίας.
Όμως, όπως σημειώνει σχετικό άρθρο της Guardian, «οι φιλοδοξίες του Μπαγκντάντι να αποκτήσει ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο στην οργάνωση Μέτωπο Αλ Νούσρα [σ.σ: το επίσημο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία], ανάγκασε πριν λίγο καιρό τον αρχηγό της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, να ανακηρύξει το Μέτωπο Αλ Νούσρα ως τη μόνη πτέρυγα του δικτύου στη Συρία, συνιστώντας στο ISIL να περιορίσει τις δραστηριότητες του στο Ιράκ και να παραιτηθεί από τον αγώνα στη Συρία».
Ο 43χρονος Μπαγκντάντι διαφώνησε με τον Αλ Ζαουάχρι, σχετικά με το διαχωρισμό του ένοπλου αγώνα σε κάθε χώρα, οπότε η Αλ Κάιντα διέκοψε τις σχέσεις της με το ISIL, που πλέον μάχεται αυτόνομα για τη δημιουργία ενός νέου «χαλιφάτου» στο Ιράκ και τη Συρία. Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, ένα δείγμα της ωμότητας και των ακραίων μεθόδων της ISIS είχε φανεί από πέρσι, όταν η οργάνωση είχε επιβάλλει καθεστώς τρόμου στην πόλη Ράκα, που βρίσκεται στην βόρεια Συρία
(http://www.matrix24.gr/2016/06/pios-itan-o-ampou-bakr-al-bagkntanti/,
http://www.protothema.gr/blogs/blogger/post/602869/to-islamiko-kratos-dimiourgia-metexelixi-modus-operandi/,
to-islamiko-kratos-kai-o-mythos/).
Το Ισλαμικό Κράτος ακολουθεί μια ακραία αντι-Δυτική ερμηνεία του Ισλάμ, η οποία προωθεί την θρησκευτική βία και θεωρεί εκείνους που δεν συμφωνούν με τις ερμηνείες της ως άπιστους και αποστάτες. Παράλληλα έχει ως στόχο να δημιουργήσει ένα Σαλαφιστικού είδους ισλαμικό κράτος στο Ιράκ, τη Συρία και άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής.
Η ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους έλκεται από ένα κλάδο του σύγχρονου Ισλάμ που έχει ως στόχο την επιστροφή στις πρώτες ημέρες του Ισλάμ, απορρίπτοντας τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν αργότερα στη θρησκεία, οι οποίες πιστεύει ότι διαφθείρουν το αρχικό πνεύμα του.
Ακόμα, περιφρονεί τα προηγούμενα χαλιφάτα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως παρεκλίνοντες από αυτό που αποκαλεί καθαρό Ισλάμ και ως εκ τούτου, προσπαθεί να δημιουργήσει το δικό του χαλιφάτο.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι Σουνίτες σχολιαστές, όπως ο Ζαΐντ Χαμίντ, ακόμα και Σαλαφιστές ή Τζιχαντιστές μουφτήδες, όπως ο Αντνάν αλ-Αρούρ και ο Αμπού Μπασίρ αλ-Ταρτούσι, οι οποίοι λένε ότι το Ισλαμικό Κράτος και οι συναφείς με αυτό τρομοκρατικές ομάδες δεν είναι καθόλου Σουνίτες σε όλα, αλλά αιρετικοί μουσουλμάνοι που εξυπηρετούν μια αυτοκρατορική αντιισλαμική ατζέντα.
Οι εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους, πιστεύουν ότι μόνο μια νόμιμη αρχή μπορεί να αναλάβει την ηγεσία της τζιχάντ, και ότι πρώτη προτεραιότητα σε σχέση με τα πεδία των μαχών, όπως ο πόλεμος εναντίον των μη-μουσουλμανικών χωρών, είναι ο καθαρισμός της ισλαμικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, όσον αφορά την σύγκρουση μεταξύ στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς (παράρτημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) ως αποστάτες οι οποίοι δεν έχουν νόμιμη εξουσία για να οδηγήσουν στη τζιχάντ, γι’ αυτό και πιστεύουν ότι πρώτα πρέπει να καταπολεμήσουν την Χαμάς και μετά να έρθουν σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ.
Τον Οκτώβριο του 2016, το ISIS μετά από χρόνια εδαφικής εξάπλωσης αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ήττας, από την προέλαση του Συριακού στρατού στο Χαλέπι-με την βοήθεια της αεροπορίας των Ρώσων και των Κούρδων της Συρίας, αλλά και στο Ιράκ με την προέλαση του Ιρακινού στρατού και των Κούρδων της χώρας προς την Μοσούλη
(http://www.euro2day.gr/specials/topics/article/1459197/stratfor-trimhno-fotia-gia-syria-kai-mesh-anatolh.html,
http://www.ethnos.gr/diethni/arthro/paralliloi_polemoi_se_syria_irak-64590651/,
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27689&subid=2&pubid=114201733,
http://www.ethnos.gr/giorgos_kapopoulos/arthro/mosouli_kai_xalepi-64580350/).
Θα έχει άραγε και το ISIS το τέλος των Ταϊπίνγκ και θα εξοντωθεί και αυτό από τους δυτικούς πρώην προστάτες του (και τους Ρώσους), όταν δεν θα τους είναι πια χρήσιμο;
Δεν είναι καθόλου απίθανο η ιστορία να ακολουθήσει και πάλι την ίδια πορεία των γεγονότων. Και δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνάει πως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, οι οπαδοί των δύο κινημάτων ξεγελάστηκαν και παρασύρθηκαν στον όλεθρο των ίδιων και των χωρών τους από αδίστακτους ηγέτες-πολιτικούς, οι οποίοι παρίσταναν τις υποτιθέμενες θρησκευτικές αυθεντίες.
Και με αυτό τον τρόπο εκπλήρωσαν με τον καλύτερο τρόπο το βιβλικό ρητό : ««Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἶς οὐκ ἐστι σωτηρία». (Ψάλμ. ΡΜΕ΄ 3)».
[Κοινά
χαρακτηριστικά τόσο των Ταϊπίνγκ, όσο
και του ISIS ήταν το κοινό μίσος για τους
δυτικούς,
ο
έντονος θρησκευτικός φανατισμός
-μεγάλη
βιαιότητα των μελών τους με την χρήση
τόσο προπαγάνδας, αλλά και ναρκωτικών,
η
υποβάθμιση, αλλά και χρήση των γυναικών
στην μάχη,
το
εμπόριο ναρκωτικών για την χρηματοδότηση
των οργανώσεων τους,
η
κοινή πίστη τους στην μεσσιανική τους
αποστολή,
η
αρχική στήριξη τους από τους δυτικούς
(ενάντια στις νόμιμες κυβερνήσεις των
χωρών αυτών)
και
ύστερα η στροφή εναντίον τους,
καθώς
και η κοινή ιστορία των ηγετών τους].
www.triklopodia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου