Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Ο θρυλικός πόλεμος του οπίου. ...

Ο θρυλικός πόλεμος του οπίου. ...



Ξέσπασε όταν οι Βρετανοί απαίτησαν να πουλάνε ελεύθερα ναρκωτικά στους Κινέζους. 

Οι τρομερές επιπτώσεις για την Κίνα που βυθίστηκε στο όπιο...
Εκατομμύρια Κινέζοι εθίστηκαν και οι Βρετανοί πήραν τον έλεγχο του Χονγκ Κονγκ...


Πώς οι Βρετανοί πυροδότησαν τον «Πόλεμο του οπίου» για να απολαμβάνουν χωρίς κόστος το τσάι τους. 

Στην αρχή του 18ου αιώνα, σχεδόν κανένας στη Βρετανία δεν έπινε τσάι.
Μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, σχεδόν όλοι έπιναν τσάι.
 
Οι Βρετανοί κατανάλωναν το τσάι τόσο γρήγορα όσο μπορούσε να το εισαγάγει από την Κίνα η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. 

Ήταν ένας εθνικός έρωτας.... 


Έτσι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το ετήσιο κόστος σε δολάριο για την πληρωμή του τσαγιού ισοδυναμούσε με ένα δισεκατομμύριο σημερινά δολάρια.
 
Το πιο φρέσκο τσάι είχε και την υψηλότερη τιμή, έτσι το εμπόριο τσαγιού προκάλεσε την καθέλκυση των σκαφών κλίπερ, που ήταν γρήγορα εμπορικά πλοία τα οποία έκαναν αγώνα δρόμου στους ωκεανούς, με στόχο να φέρουν πρώτα το νέο τσάι στο Λονδίνο. 

Ένα από τα διασημότερα πλοία ήταν το Κάτυ Σαρκ, που μπορούσε να μεταφέρει περισσότερους από 370 τόνους τσαγιού και να ταξιδέψει από την Κίνα στην Αγγλία σε λιγότερες από εκατό ημέρες....

 



Το Κάτυ Σαρκ είναι σήμερα μουσείο στο Λονδίνο....


Ασήμι και χρυσάφι έφευγαν από την Αγγλία με προορισμό την Κίνα, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στο εξωτερικό χρέος. 
 
Η λύση;... 
 
Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, σε συμπαιγνία με τη βρετανική κυβέρνηση, έγινε ο μεγαλύτερος έμπορος ναρκωτικών του κόσμου.
 
Η εταιρεία άρχισε να παράγει μεγάλες ποσότητες οπίου στην Ινδία, και σκάρωσε ένα πολύπλοκο σχέδιο για να το μεταφέρει στην Κίνα, έτσι ώστε να το ανταλλάξει με τσάι.
 
Τα φορτία οπίου αυξήθηκαν κατά 250 φορές.
Το 1839 ο εκτεταμένος εθισμός στο όπιο αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα στην Κίνα. 
 
Ο αυτοκράτορας της Κίνας προσπάθησε να σταματήσει το εμπόριο ναρκωτικών που κατέστρεφε την χώρα του.
Οι πράκτορες του κατέστρεψαν βρετανικά αποθέματα οπίου στο εμπορικό λιμάνι της Καντόνας και πέταξαν τους Βρετανούς έξω. 

 Θα το ανεχόταν αυτό η Βρετανία; 
 
Ούτε για όλο το τσάι της Κίνας. 
 
Η Βρετανία απάντησε κηρύσσοντας πόλεμο για να προστατεύσει το εμπόριο οπίου της. 
 
Ο «πόλεμος του οπίου» ήταν μια εύκολη νίκη για τους Βρετανούς που ανάγκασαν τους Κινέζους να αφήσουν το εμπόριο να συνεχιστεί για άλλα εβδομήντα χρόνια.
 
Το αποτέλεσμα: εκατομμύρια Κινέζοι εθίστηκαν στο όπιο για να ικανοποιηθεί η αγάπη των Βρετανών για το τσάι. 
 
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 4 Σεπτεμβρίου του 1839 και ο πόλεμος έληξε στις 29 Αυγούστου 1842 με τη Συνθήκη Νανκίνγκ....



Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου (1839-1842),

 γνωστός επίσης ως Πόλεμος του Οπίου και ως Άγγλο-Κινεζικος Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία των Τσινγκ λόγω των αντιμαχόμενων απόψεων τους πάνω σε διπλωματικές σχέσεις, το εμπόριο, καθώς και την απονομή της δικαιοσύνης για ξένους υπηκόους.[1]


Στις αρχές του 19ου αιώνα βασίλευε στην Κίνα ο αυτοκράτορας Κιακούνγκ, με καταγωγή από τη μαντζουριανή δυναστεία των Μινγκ.
Οι Κιακούνγκ είχαν ιδρύσει το κράτος της Μαντζουρίας.
Κατά την περίοδο της βασιλείας τους, μόνο στους Ολλανδούς και τους Πορτογάλους επιτρεπόταν το εμπόριο στην Κίνα.
Οι τελευταίοι είχαν ιδρύσει και μια αποικία στο Μακάο.
Το 1820, μετά τον θάνατο του Κιακούνγκ, όταν στον θρόνο του «Ουρανίου Κράτους» ανέβηκε ο γιος του Τάο Κουάνκ, τα πράγματα άλλαξαν.
Καλοκάγαθος, ευκολόπιστος και φίλος της προόδου, ο Κουάνκ, άνοιξε τις πύλες του τεράστιου κράτους του στο ξένο εμπόριο.
Οι Βρετανοί των Ινδιών βρήκαν ευκαιρία. Αγόραζαν από την Κίνα τσάι και πουλούσαν όπιο....


Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (ΕΑΙ) είχε το μονοπώλιο του βρετανικού εμπορίου. 
Οι διαδρομές του οπίου
 
Η ΕΑΙ ξεκίνησε να βγάζει σε πλειστηριασμό όπιο που καλλιεργούσε σε φυτείες της στην Ινδία με σκοπό σε ανεξάρτητους ξένους εμπόρους με αντάλλαγμα ασήμι.
Το όπιο τότε μεταφέρονταν στις κινεζικές ακτές και πωλούνταν σε Κινέζους μεσάζοντες οι οποίοι το μεταπωλούσαν μέσα στην Κίνα. Αυτή η αντιστροφή στη ροή του ασημιού καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός εθισμών στο όπιο ανησύχησε τις κινεζικές αρχές.
Το 1839, ο αυτοκράτορας Νταουγκάνγκ, απορρίπτοντας προτάσεις για νομιμοποίηση και φορολόγηση του οπίου, διόρισε τον Λιν Ζεξού για να λύσει το πρόβλημα εξαφανίζοντας το εμπόριο.
Ο Λιν κατάσχεσε 20.000 σεντούκια με όπιο (περίπου 1210 τόνους) χωρίς να προσφέρει αποζημίωση, απέκλεισε το εμπόριο και περιόρισε τους εμπόρους στα καταλύματα τους.[2]
Η Βρετανική κυβέρνηση, παρόλο που δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της Κίνας να ελέγχει τις εισαγωγές του ναρκωτικού, εναντιώθηκε σε αυτό το απροσδόκητο μέτρο και χρησιμοποίησε το ναυτικό της και το πυροβολικό της για να προκαλέσει μια γρήγορη και αποφασιστική ήττα.[1]
Το 1842, η συνθήκη του Ναντσίνγκ, η πρώτη από τις συνθήκες που οι Κινέζοι αποκάλεσαν "άνισες", χορήγησε μια αποζημίωση και ετεροδικία στη Βρετανία, το άνοιγμα πέντε λιμανιών της συνθήκης και την εκχώρηση του νησιού του Χονγκ Κονγκ

 
Η αποτυχία της συνθήκης να ικανοποιήσει τους βρετανικούς στόχους, που αφορούσαν τη βελτίωση του εμπορίου και τις διπλωματικές σχέσεις οδήγησαν στον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860).[3]
Ο πόλεμος αυτός θεωρείται στην Κίνα ως η αρχή της σύγχρονης κινέζικης ιστορίας.

 
Η πρώτη συμφωνία για τη διακίνηση του ναρκωτικού.
Ο βρετανός πλοίαρχος Φόρστερ ήταν ο πρώτος που έκλεισε συμφωνία ανταλλαγής προϊόντων με την «Αυτού Εξοχότητα».
Για πρώτη φορά ένας ουράνιος τεχνητός παράδεισος άνοιγε τις πύλες του για ένα εκατομμύριο Κινέζους.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων, ο αυτοκράτορας δεν ανέχθηκε την παρουσία των Βρετανών, παρά μόνο για να τους αποσπάσει τα δολάρια τους, τα βιβλία τους ή να τους πουλήσει εμπορεύματα. Δώδεκα μόνο έμποροι Χονγκ είχαν το δικαίωμα να διαπραγματευτούν με τους ξένους.
Το σύστημα αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Βρετανούς.
Καθώς το ισοζύγιο των πληρωμών τους ήταν ελλειμματικό. Δηλαδή η Κίνα είχε τεράστια κέρδη και η Βρετανία ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις δικών της προιόντων στην τεράστια έκταση των κινέζων.
Όμως ο αυτοκράτορας αρνούνταν να ανοίξει τις πύλες της στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Οι Βρετανοί βρήκαν μια πρόχειρη λύση.
Τα εισήγαγαν λαθραία.
Και ένα από αυτά ήταν ένα ελαφρύ, πολύτιμο και εύκολο εμπόρευμα: τα ναρκωτικά.
Εισαγόμενο για θεραπευτικούς λόγους από την Ινδία, έμπαινε μαζικά από το λιμάνι του Μακάο στην Κίνα.
Το 1800, τέσσερις χιλιάδες κιβώτια έφτασαν και πουλήθηκαν στο «Ουράνιο Κράτος». 

 

Η φθορά που προκαλούσαν τα ναρκωτικά στον ανθρώπινο οργανισμό ήταν τεράστια.
Χιλιάδες κινέζοι υπό την επήρεια του οπίου είχαν μετατραπεί σε άχρηστους πολίτες που μόνο προβλήματα δημιουργούσαν στις τοπικές κοινωνίες. 

 

Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου.
Οι κινεζικές αρχές κινητοποιήθηκαν αποφασισμένες να μην πληρώσουν με το χρήμα και τους ανθρώπους τους την «ακαθαρσία των ξένων».
Επίσημα, η εμπορία ναρκωτικών απαγορεύτηκε και κάθε συναλλαγή τιμωρούνταν με θάνατο. 

 

Έπρεπε όμως να σταματήσει και το κύμα των «Βαρβάρων με τη μεγάλη μύτη και μακριά δόντια».
Τις νύχτες τα μικρά ευέλικτα ιστιοφόρα τους γλιστρούσαν λαθραία στους στενούς όρμους.
Το λαθρεμπόριο ήταν καλά και επισήμως οργανωμένο.
Καθένας είχε το κέρδος του: ο Άγγλος έμπορος εκτελούσε τις υποχρεώσεις τους ως πολίτης και συνέβαλε στην ανάπτυξη της χώρας του.
Ο μανδαρίνος φρόντιζε για τις ανάγκες του σε όπιο και για τις ανάγκες της αυλής.
Οι κυβερνητικοί έκλειναν τα μάτια. 


 
Το 1820, 20.000 κιβώτια πέρασαν λαθραία στην Κίνα....


Η «εκδίκηση» των Βρετανών

  


Το 1839, Αυτοκράτορας της Κίνας ήταν ο Λιν Τσε Τσου και στις 18 Μαρτίου 1839 ζήτησε από τους Άγγλους να του παραδώσουν όλο το αποθηκευμένο όπιο.
Ο Κινέζος τους αιφνιδίασε, πολιορκώντας με στρατιώτες τα εμπορικά καταστήματα των ξένων.
Οι Ευρωπαίοι εγκλωβισμένοι στα καταστήματά τους, σκέφτονταν πόσο ανασφαλές ήταν το καταφύγιο τους.
Ο πλοίαρχος Έλιοτ, διάδοχος του Λόρδου Νάπιερ, αποφάσισε να παραδώσει όλο το όπιο, συνολικής αξίας είκοσι εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων.
Στις 10 Απριλίου, ο Λιν έριξε και τα 20.283 κιβώτια στη θάλασσα .
Τον Οκτώβριο του 1839 ένα επεισόδιο αποτέλεσε το έναυσμα του πολέμου.
Ναύτες από αγγλικά πλοία πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν Κινέζο.
Ο Έλιοτ αρνήθηκε να παραδώσει τον ένοχο στις κινεζικές αρχές και τον πέρασε από στρατοδικείο.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι Άγγλοι κατέφυγαν στον όρμο του Χονγκ Κονγκ.
Τρεις μέρες μετά τη συζήτηση που είχε γίνει στο αγγλικό κοινοβούλιο, ο Πάλμερστον υπερίσχυσε και ο «δίκαιος πόλεμος» αποφασίστηκε.
Ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την είσοδο του «ποταμού των Μαργαριταριών» και βάφτηκε με αίμα.
Οι Βρετανοί νίκησαν, κατέλαβαν τις ακτές, κατέστρεψαν τα λιμάνια και έφτασαν ως τις πύλες του Πεκίνου.
Ο Λιν οδηγήθηκε στη φυλακή.
Η Καντόνα, το Αμού και η Σαγγάη έπεφταν η μία μετά την άλλη στα χέρια των Άγγλων.
Ο Έλιοτ επέστρεψε στην Αγγλία και στη θέση του τον διαδέχτηκε ο Πάρκερ.
Ο Πάρκερ είχε την εντολή να καταστρέψει τα πάντα μέχρι οι Κινέζοι να δεχθούν όλους τους όρους της Βρετανίας.
Χτύπησε νησιά, πόλεις και παραλίες.
Η δεύτερη πρωτεύουσα του κράτους, Νανκίν απειλήθηκε άμεσα από τις βρετανικές δυνάμεις.
Τελικά, η Κίνα υπέκυψε και υπέγραψε συνθήκη τον Αύγουστο 1942, αποζημίωσης 21 εκατομμυρίων δολαρίων.
Στη συνθήκη αναφερόταν επίσης ότι πέντε λιμάνια της χώρας ήταν στη διάθεση των Βρετανών και των άλλων ξένων.
Στη Βρετανία παραχωρήθηκε επίσης και το Χονγκ Κονγκ....


Η εικόνα του αυτοκράτορα καταποντίστηκε με αποτέλεσμα ο στρατός και η γραφειοκρατία να ξεσηκωθούν και να ανακηρύξουν ξεχωριστό κράτος με το όνομα το Ουράνιο Βασίλειο της Αιώνιας Ειρήνης.
Έμενε απλά στους Ευρωπαίους να διαλέξουν στρατόπεδο. 


 

Η Κίνα παραδομένη στο όπιο 

 

Οι πύλες της Κίνας άνοιξαν. 
 
Απ΄ όλα τα λιμάνια της το όπιο εισερχόταν πλέον κατά τόνους.
Το 1845 «καπνίστηκαν» 40.000 κιβώτια και το 1850, 50.000. 

Οκτώ εκατομμύρια καπνιστές το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το ένα δέκατο δηλαδή του πληθυσμού της Κίνας, παρουσίασε συμπτώματα τρέλας. 
 
Η Σαγκάη είχε γίνει πρωτεύουσα των ναρκωτικών. 


 
Για λόγους σεμνότητας, οι αποθήκες του οπίου παρέμειναν κρυφές.
Ήταν όμως άπειρες.
Το εμπόριο συνεχίστηκε ως το 1908. 
 
Το ναρκωτικό είχε εισχωρήσει σε κάθε πόλη, σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά.
Ακόμη και ο αυτοκράτορας κλεινόταν μέσα στο καπνιστήριο του για μέρες.


 

Ο μεγάλος του γιος, πέθανε σε νεαρή ηλικία από τη χρήση ναρκωτικών. 
 
Ούτε οι πλούσιοι, ούτε οι φτωχοί, ούτε τα παιδιά των 10 ετών αρνήθηκαν να μεταφερθούν στους «παραδείσους» του οπίου. 



 

Η ύπαιθρος της Κίνας είχε βαλθεί με μια πρωτοφανή μανία, να φυτεύει παπαρούνα και να την καλλιεργεί. 
 
Η διαφθορά έσφιγγε τη χώρα. 
 
Ήταν μια κατάκτηση χειρότερη από αυτή του αλκοόλ με καταστροφικά αποτελέσματα.
 
Το κέρδος ήταν μόνο για τους Ευρωπαίους που είχαν φτάσει στην Κίνα… για να την εκπολιτίσουν....


Η δεύτερη φάση της σύγκρουσης Μεγάλης Βρετανίας και Δύσης με την Κίνα (1856 - 1860)


Ο Κλαούζεβιτς έγραψε: Ο πόλεμος είναι ένα είδος διπλωματίας (ή η συνέχιση της πολιτικής) με άλλα μέσα.
Εάν ο Πρώσος θεωρητικός του πολέμου είχε μελετήσει τους Πολέμους του Οπίου που διεξήγαγε η Μεγάλη Βρετανία και η Δύση εναντίον της Κίνας, ίσως να είχε προσθέσει ότι ο καταναγκασμός στη χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι μία εναλλακτική μορφή άσκησης πολιτικής, και σε πολλές περιπτώσεις, πιο αποτελεσματική από τον πόλεμο.
Οι δύο πόλεμοι, του 1839 – 1842 και του 1856 – 1860, και οι δύο γνωστοί ως οι Πόλεμοι του Οπίου, οι οποίοι ενέπλεξαν τη Βρετανική, και αργότερα τη Γαλλική Αυτοκρατορία (αλλά και τις ΗΠΑ και τη Ρωσία), σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Αυτοκρατορίας των Τσινγκ (Qing), έχουν, σήμερα, σκόπιμα ξεχαστεί ή εντελώς αγνοηθεί από τη Δύση.
 
Αλλά για τους Κινέζους και τον υπόλοιπο κόσμο, οι συγκρούσεις αυτές εξακολουθούν να είναι ενοχλητικά σύμβολα του Δυτικού ιμπεριαλισμού, με επιπτώσεις που κρυφοκαίνε μέχρι σήμερα.
Οι συγκρούσεις παραμένουν ενοχλητικά σύμβολα μιας πολιτικής της Δύσης προς την Ανατολή που διήρκεσε αιώνες.
Προηγούμενα βιβλία με θέμα αυτές τις συγκρούσεις που εκδόθηκαν στη Δύση, φαίνονται να είναι φιλτραρισμένα μέσα από απόψεις ευρωκεντρικών ιστορικών, που υποβιβάζουν ή αγνοούν σημαντικά θέματα αυτών των πολέμων, οι οποίοι έληξαν νομιμοποιώντας ένα καταστροφικό ναρκωτικό και επιτρέποντας στις Δυτικές δυνάμεις να επιβάλουν μία αποικιοκρατικού τύπου κυριαρχία πάνω σε έναν προηγμένο πολιτισμό.

Παρ’ όλα αυτά, όταν οι Πόλεμοι του Οπίου διεξάγονταν πριν από ενάμισι αιώνα περίπου, τα κίνητρά τους φαίνονταν σε αξιοσημείωτο βαθμό σύγχρονα.
Μολονότι το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών είναι το κεντρικό διακύβευμα του πολέμου, πρόκειται για την εξιστόρηση μιας πολιτισμικής σύγκρουσης, σύγκρουσης δύο κόσμων, ο καθένας από τους οποίους ήταν απόλυτα πεπεισμένος για τη δική του ανωτερότητα. 
 
Τα διακυβευόμενα συμφέροντα ήταν μεγάλα και, πέρα από τα καθαρά οικονομικά ή μάλλον κερδοσκοπικά, αναφέρονταν σε βασικά ηθικά, δεοντολογικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Οι αιτίες της σύγκρουσης έχουν τις ρίζες τους σε τρεις αλληλένδετες παραμέτρους.
Πρώτον, στην πεποίθηση της Κίνας, που βασιζόταν στην ιστορική μνήμη σχεδόν τεσσάρων χιλιάδων ετών, ότι εκπροσωπούσε το αποκορύφωμα του πολιτισμού στον πλανήτη και την άποψη ότι όλα τα άλλα έθνη αποτελούνταν από βαρβάρους, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ίσοι, αλλά ως “κομιστές φόρου υποτέλειας”.
Δεύτερον, στο ότι η Κίνα θα έπρεπε να διατηρεί το μονοπώλιο στην παραγωγή τσαγιού (και σε λιγότερο βαθμό άλλων προϊόντων πολυτελείας όπως το μετάξι και η πορσελάνη), σε συνδυασμό με την ακλόνητη άποψη ότι η πληρωμή τέτοιων αγαθών δε θα έπρεπε να γίνεται παρά μόνο σε ράβδους αργύρου.
Τρίτον, στην ανάδειξη της Βρετανίας ως πρώτης βιομηχανικής δύναμης στον κόσμο, μαζί με την εξίσου αυξανόμενη πεποίθηση της για την ηθική, δεοντολογική και υλιστική υπεροχή του χριστιανικού πολιτισμού της, και στην απόφαση της να επιβάλλει τα συμφέροντα της σε ολόκληρες περιοχές και σε ολόκληρους λαους, ακόμη και εάν αυτό σήμαινε την παροχή από μέρους της, σε εκατομμύρια ανθρώπους, ενός καταστροφικού ναρκωτικού.

Το όπιο εισήχθη στην Κίνα επάνω στην πλάτη μιας καμήλας, εγραψε κάποιος ιστορικός, και κατέληξε να τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά ενός ολόκληρου έθνους.1



Ο δεύτερος Πόλεμος του Οπίου
Μετά το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Οπίου (1839 – 1842) και την ήττα των Κινέζων, η Συνθήκη του Νανκίν, που συντάχθηκε καθ’ υπαγόρευση των Βρετανών, προκάλεσε τελικά περισσότερα προβλήματα από αυτά που επέλυσε.
Η Κίνα αγανακτούσε με τους ταπεινωτικούς όρους της συμφωνίας, οι οποίοι παραχωρούσαν συμβολικές και πρακτικές μορφές κυριαρχίας στους Βρετανούς.
Εντούτοις, αυτή η αγανάκτηση σιγόβραζε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αλλά η οργή των Κινέζων ξεχείλισε και ξέσπασε σε πράξεις καθαρής βίας το 1856, δεκατέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης.2

Το 1856, έγιναν ενέργειες για να μετατραπεί η κυβέρνηση των Μαντσού σε ένα εντελώς πειθήνιο όργανο, εξαναγκάζοντάς την όχι μόνο σε παραχωρήσεις αλλά σε πλήρη υποδούλωση. Επιδιώκοντας την επέκταση των κερδών της από τις συνθήκες του 1842 – 1843, ύστερα από τον Πόλεμο του Οπίου, που έπρεπε να υποβληθούν σε αναθεώρηση έπειτα από 12 χρόνια, και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την κατάληψη από τις κινεζικές αρχές ενός κινέζικου πλοιαρίου φορτωμένου με όπιο, που έφερε όμως τη βρετανική σημαία, η Βρετανία, ακολουθούμενη αργότερα και από τη Γαλλία, κήρυξε εκ νέου τον πόλεμο κατά τις Κίνας. 

 Έτσι ξεκίνησε ο δεύτερος Πόλεμος του Οπίου.3
Οι Βρετανοί όμως, κατά τη διεξαγωγή της νέας σύρραξης, προσέκρουσαν σε ένα σοβαρό εμπόδιο.
Σύμφωνα με τα σχέδιά τους, τον πόλεμο επρόκειτο να τον διεξάγουν, σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό, από ό,τι τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου, με Ινδικά αποικιακά στρατεύματα.
Ακριβώς όμως εκείνη την εποχή, ο Ινδικός στρατός, το όργανο που με προσοχή ετοίμασε η Μεγάλη Βρετανία με στόχο την παγκόσμια αυτοκρατορία, επαναστάτησε κατά των αποικιοκρατών κυρίων του, κατά τη μεγάλη Εθνική Εξέγερση του 1857, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο καθυστέρηση στις επιχείρησεις κατά τις Κίνας. 
 
Πάντως μετά την καταστολή της “Ινδικής Ανταρσίας”, οι Βρετανοί μπόρεσαν να στείλουν στην Κίνα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, εξοπλισμένων με όπλα που συγκέντρωσαν στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου στην Ευρώπη, που είχε μόλις τελειώσει, και επίσης έστειλαν πίσω στην Κίνα το στόλο, που μόλις είχε μετατραπεί σε ατμοκίνητο.

Μπόρεσαν επίσης να φορτώσουν όλα τα έξοδα των εχθροπραξιών στην Κίνα, στο Αφγανιστάν και στην Περσία, που έγιναν την ίδια περίοδο, στο δημόσιο χρέος της υποδουλωμένης Ινδίας.



ello.com






Και με αυτόν τόν τρόπο, οι συνέπειες μίας πολεμικής σύρραξης σε μία χώρα της Ασίας, ήταν οδυνηρές για πολλές ακόμα.
Το 1857 βομβαρδίστηκε η Καντόνα, η οποία καταλήφθηκε το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν, το 1858, στην Τιεντσίν, ογδόντα μόλις μίλια από το Πεκίνο.
Για άλλη μία φορά οι Μαντσού υποχώρησαν.
Με τις συνθήκες του Τιεντσίν, το 1858, παραχώρησαν:
1) τεράστια πολεμική αποζημίωση,
2) το δικαίωμα στους ξένους να μπαίνουν στο Πεκίνο,
3) άμεση νομιμοποίηση του οπίου όσο και της δραστηριότητας των ιεραποστόλων,
4) το άνοιγμα πολλών νέων λιμανιών σε εγκαταστάσεις κάτω από ξένη διοίκηση,
5) τη διαιώνιση του ξένου ελέγχου πάνω στα τελωνεία και τα τιμολόγια.
Επίσης, η δυναστεία των Μαντσού συμφώνησε στην εξαγωγή Κινέζικων εργατικών χεριών με συμβόλαια, νομιμοποιώντας, με αυτόν τον τρόπο, το ατιμωτικό “εμπόριο των κούληδων”









 

Το άρθρο 5 της Συνθήκης του 1858 μεταξύ άλλων ανέφερε:
ο Αυτοκράτορας της Κίνας με διάταγμα του θα διατάξει τις ανώτερες αρχές κάθε επαρχίας να διακηρύξουν…πως οι Κινέζοι που διαλέγουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις Βρετανικές αποικίες, ή σε άλλα μέρη πέρα από τη θάλασσα, έχουν την πλήρη ελευθερία να συνάπτουν συμβόλαια με Βρετανούς υπηκόους για τον σκοπό αυτό…


Η “πλήρης ελευθερία” στην πραγματικότητα ήταν για τους εμπόρους των σκλάβων, που έτσι νομιμοποιούσαν τις απαγωγές τους.
Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1859, ο Βρετανός Πρόξενος στην Καντόνα, ανέφερε τους συχνούς φόνους των δουλεμπόρων των κούληδων, κάτι που αποδείκνυε την αντίθεση του Κινέζικου λαού και προσέθετε:
όταν κανένας δεν μπορεί να βγεί από το σπίτι του, ακόμα και σε μεγάλους δημόσιους δρόμους και μέρα μεσημέρι, χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο της βιαστικής απαγωγής, με το πρόσχημα του χρέους ή του απλήρωτου φόρου, και να οδηγηθεί… για να πουληθεί στους προμηθευτές κούληδων με τόσα λεφτά το κεφάλι, ή ακόμα να οδηγηθεί στη θάλασσα για να μην ξανακουστεί τίποτα πια για αυτόν, όλα αυτά έκαναν ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης και των γειτονικών περιφερειών να κατέχεται από το αίσθημα του κοινού κινδύνου.
(Αναφέρεται από τον Μακναίρ Χ.Φ. “Σύγχρονη Κινέζικη Ιστορία-Διαλεχτά αποσπάσματα, Σαγκάη 1927, σελ. 409-411).
Η θεραπεία, πάντως, που εφαρμόστηκε από τους αποικιοκράτες, δεν ήταν να σταματήσουν το εμπόριο, αλλά να προσπαθήσουν να “ναρκώσουν” το δημόσιο αίσθημα.
Δημιουργήθηκε ένα εποπτευόμενο “Σπίτι Μετανάστευσης” και ο Ηarry Parks, ένας άλλος Βρετανός αξιωματικός, έγραφε σχετικά τονίζοντας περισσότερο εκείνο που αυτός νόμιζε σπουδαιότερο:
Tρέφω την ελπίδα πως το σύστημα θα αποδειχθεί τόσο φθηνότερο από την απαγωγή των ανθρώπων, ώστε και εκείνοι ακόμα οι ξένοι που δεν το υιοθετούν, κινούμενοι από ελατήρια ηθικής, θα το κάνουν για λόγους οικονομίας.
(και αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το έργο του Χ.Φ. Μακναίρ)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από το ότι αξίωσαν όλα τα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί στη Βρετανία με τη Συνθήκη του 1858, αργότερα διαπραγματεύθηκαν και μερικές ειδικότερες συμπληρωματικές παραγράφους.
Καθιέρωναν τη μεταφορά, στο εξωτερικό, των “κούληδων”, ξεκινώντας από το “συμφυές και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου να αλλάζει σπίτι και πίστη”.4
Από το 1860 έως το 1870, οι Κινέζοι αποτελούσαν κιόλας τα εννέα δέκατα των εργατών, που κατασκεύαζαν σιδηροδρόμους στις πολιτείες της ακτής του Ειρηνικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Αργότερα, κυνηγημένοι από τις φυλετικές διακρίσεις, τις διώξεις και τα συχνά λυντσαρίσματα5, κατέφυγαν σε δουλειές σε πλυντήρια και εστιατόρια, που κατέχουν μέχρι και σήμερα.
Και αφού δεν χρειάζονταν πια, μια και η σκληρότερη σωματική δουλειά για το άνοιγμα του δρόμου προς την Αμερικανική Δύση είχε γίνει, από το 1882 απαγορεύεται ολοκληρωτικά η μετανάστευση Κινέζων προς τη χώρα, ενώ ποτέ δεν απέκτησαν την υπηκοότητα του Αμερικανού πολίτη, καθώς, στην πραγματικότητα αρνήθηκαν να τους πολιτογραφήσουν από το 1849, όταν πρωτοπήγαν στην Καλιφόρνια.
Η τσαρική Ρωσία, που δεν είχε πάρει μέρος στο δεύτερο Πόλεμο του Οπίου, αλλά είχε ήδη αρχίσει την επιθετική της δραστηριότητα στη Μαντζουρία, στη βορειοανατολική Κίνα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν είχαν κηρύξει τον πόλεμο, αλλά πήραν μέρος στις εχθροπραξίες κατά της Κίνας, εξασφάλισαν τα προνόμια των παραχωρήσεων, τα οποία αποσπάστηκαν από την τελευταία μέσω της παραγράφου του “μάλλον ευνοούμενου έθνους”.
Ο Ρώσος πρεσβευτής Πουτιάτιν, που πήγε το 1857 στο Τιεντσίν, και τον επόμενο χρόνο στη Σαγκάη, ζήτησε το δικαίωμα να διεξάγη η χώρα του εμπόριο στα λιμάνια της Κίνας.
Και όταν η Κίνα απέρριψε την αίτηση της, συμμάχησε με τους Δυτικούς.6
Το 1860, επειδή η Κινέζικη Αυλή, από φόβο προς τη λαϊκή οργή, είχε καθυστερήσει την επικύρωση των συνθηκών, η Βρετανία και η Γαλλία επανέλαβαν τις εχθροπραξίες.
Παρά την ισχυρή τους άμυνα, τα φρούρια Τακού, που φύλαγαν το Πεκίνο από τη θάλασσα, καταλήφθηκαν τελικά και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. 
 
Οι αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις, στη συνέχεια, κατέλαβαν την ίδια την πρωτεύουσα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα Θερινά Ανάκτορα του Γιουάν Μιγκ Γιουάν, ένα από τα μεγαλύτερα θησαυροφυλάκια της παγκόσμιας τέχνης, ένα ασυγχώρητο έγκλημα κατά του ίδιου του πολιτισμού, και προβαίνοντας σε πολλές βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού.

Οι Συνθήκες του Τιεντσίν, που επιβλήθηκαν στην Αυλή των Μαντσού, ήταν ένα αρκετά πολύτιμο κεφάλαιο, ώστε να μην το εγκαταλείπουν οι ξένες δυνάμεις.
Τα προνόμια που απολάμβαναν, φαίνονταν πολύ μεγαλύτερα από τα κέρδη ενός εντεινόμενου και με ίσους όρους εμπορίου, που μπορούσαν να περιμένουν αν νικούσαν οι Ταϊπίνγκ.
Εξ άλλου οι Μαντσού δεν είχαν παραδώσει την χώρα στους Δυτικούς για το τίποτα.
Στο άρθρο 10 της Συνθήκης τους με τη Βρετανία, είχαν προσθέσει την επιφύλαξή τους πως η παραχώρηση, που επέτρεπε στα βρετανικά πλοία να πλέουν στον ποταμό Γιαγκτσέ, θα έμπαινε σε λειτουργία μόνο όταν “θα αποκαθίστατο η ειρήνη” στην περιοχή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ταϊπίνγκ.
Η συνθήκη με τη Γαλλία υποσχόταν να ανοίξει το Νανκίν στους ξένους μόλις αυτό ανακαταλαμβανόταν.7
Οι Δυτικοί προτιμούσαν να στηρίζουν τη δυναστεία των Μαντσού παρά να την ανατρέψουν, γιατί το τελευταίο ή θα έφερνε στην εξουσία ένα μαχητικό εθνικιστικό επαναστατικό καθεστώς ή, πράγμα πιθανότερο, θα προκαλούσε αναρχία και θα δημιουργούσε ένα πολιτικό κενό, το οποίο η Δύση ήταν απρόθυμη να καλύψει.
Η αρχική συμπάθεια μερικών ξένων για τα φαινομενικά χριστιανικά στοιχεία της ιδεολογίας των Ταϊπίνγκ γρήγορα εξανεμίστηκε.
Από την άλλη μεριά, η κινέζικη αυτοκρατορία συνήλθε από την κρίση που προκάλεσε η εξέγερση των Ταϊπίνγκ χάρη σε ένα συνδυασμό παραχωρήσεων προς τη Δύση, επιστροφής στο συντηρητισμό και μίας μοιραίας διάβρωσης της εξουσίας της.
Οι πραγματικοί νικητές στην Κίνα ήταν οι παλιοί γραφειοκράτες λόγιοι.
Αντιμέτωπες με ένα θανάσιμο κίνδυνο, η δυναστεία των Μαντσού και η αριστοκρατία προσέγγισαν την κινέζικη γραφειοκρατική ελίτ, εκχωρώντας της ένα μεγάλο μέρος από την αλλοτινή εξουσία τους.
Οι ικανότεροι ανάμεσα στους λόγιους κρατικούς λειτουργούς, άνθρωποι όπως ο Λι Χουνγκ Τσανγκ (1823-1901), είχαν σώσει την αυτοκρατορία, τη στιγμή που το Πεκίνο ήταν ανήμπορο, συγκροτώντας επαρχιακούς στρατούς με βάση τους πόρους των επαρχιών.
Με αυτόν τον τρόπο προανήγγειλαν τον μεταγενέστερο κατακερματισμό της Κίνας σε ένα συνοθύλευμα από περιοχές που τις κυβερνούσαν ανεξάρτητοι “πολέμαρχοι”.
Στο εξής, η μεγάλη και αρχαία αυτοκρατορία της Κίνας θα ζούσε με πίστωση χρόνου.8


Σημειώσεις:
1. W. TRAVIS HANES III, Ph.D. & FRANK SANELLO, Οι Πόλεμοι του Οπίου: Η εξάρτηση μιας Αυτοκρατορίας και η διαφθορά μιας άλλης, σελ. 15-17.
2. Ο.π., σελ. 225.
3. Ο.π., σελ. 29-31.
4. Πολλοί συγγραφείς των Ηνωμένων Πολιτειών επιχείρησαν να καταδείξουν ότι οι Κινέζοι εργάτες που είχαν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν έρθει με τη θέληση τους και όχι λόγω του “εμπορίου των Χοίρων”.
5. “Το 1855, δολοφονήθηκαν 32 Κινέζοι στην Καλιφόρνια”, αναφέρεται σε μία στατιστική των Η.Π.Α., “…το 1862, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στους 88”.
6. TSIEN PO-TSAN, CHAO SIUN-TCHENG & HOU HOUA, Γενική Ιστορία της Κίνας,Τόμος Α’, σελ. 130.
7. Ι. EPSTEIN, Από τον Πόλεμο του Οπίου στην Απελευθέρωση, σελ. 31-35.
8. E.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 201.


The Opium War








Γενοκτονία ειναι η συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.

Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά

ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας

φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με

διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής.

«Πανδημία»: Η προειδοποίηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων για τον Αφανισμό της Ανθρωπότητας;

«Πανδημία»: Η προειδοποίηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων για τον Αφανισμό της Ανθρωπότητας;   Ανατριχιαστικό..     Ιστοσελίδα με την υποστήριξη...